Κάθομαι απέναντι σου και σε παρατηρώ. Παρατηρώ πως κρατάς με το αριστερό σου χέρι το ποτήρι με το κόκκινο κρασί.
Πως κλείνεις το ποτήρι μες στην παλάμη σου και πως ο αντίχειράς σου ακουμπάει την άκρη που εξέχει απ' το φινετσάτο και κολονάτο μισογεμάτο ποτήρι. Παρατηρώ το σώμα σου. Πως εφαρμόζει τέλεια το μαύρο κουστούμι στους ώμους σου. Καμία ζάρα. Καμία τσάκιση. Πως χαϊδεύει τα μακριά σου άκρα και πως γλείφει άψογα κάθε μέρος που εξέχει.
Παρατηρώ
το πρόσωπό σου.
Πως συσπάται όταν σε
πλησιάζει κάποιος που αντιπαθείς και
πως χαμογελάς όταν μιλάς με κάποιον που
εκτιμάς. Τα μάτια σου που λάμπουν όταν
ακούς αυτό που θες και πως σκοτεινιάζουν
όταν αρχίζει το μυαλό σου να επεξεργάζεται
ιδέες και λόγια.
Παρατηρώ τις κινήσεις
σου. Κοφτές και γρήγορες, λες κι αν
χαλαρώσεις θα χάσεις το παιχνίδι. Κανένα
χαμόγελο δεν είναι αυθόρμητο. Όλα
προμελετημένα και προγραμματισμένα.
Λες και δεν είσαι άνθρωπος. Λες κι είσαι
απλά ένα καλοδιαβασμένο ρομποτάκι. Λες
και... Δεν είσαι όμως...
Δεν
είσαι για μένα. Γιατί εγώ σε ξέρω. Γιατί
εγώ σε λύνω και σε διαβάζω! Γιατί εσύ με
άφησες να σε διαβάσω. Γιατί εσύ μου
αφέθηκες.
Γιατί
εγώ ξέρω πως είσαι όταν βγάζεις τη μάσκα
της παντοδυναμίας ή όταν μένεις γυμνός
μπροστά σε κάτι που λαχταράς. Και
κυριολεκτώ... Γίνεσαι έρμαιο των παθών
και των λαθών σου. Έτσι με χαρακτήριζες..
Λάθος! Ένα λάθος που πάντα γυρνούσες.
Πάντα...
Για
μένα θα είσαι πάντα ο άνθρωπος που
μπορούσα να γδύσω σε μερικά λεπτά και
δεν εννοώ σωματικά. Το σωματικό είναι
εύκολο. Είσαι ο άνθρωπος που παραδινόταν
με κάθε τρόπο στα χέρια μου. Εγώ, αυτή
την εικόνα που παρουσιάζεις αυτή τη
στιγμή την έχω σβήσει προ πολλού.
Από
τη βραδιά εκείνη στην εταιρεία πριν
τέσσερα χρόνια περίπου. Όταν σε έκλεισα
στο γραφείο μου και αντί να με κοιτάξεις
στα μάτια, κατέβασες το κεφάλι. Εσύ! Όταν
σε πλησίασα κι αντί να βγεις από πάνω,
απολογήθηκες. Σε εμένα! Όταν τα μάτια
σου γέμισαν δάκρυα κι αντί να τα
σκουπίσεις, τ' άφησες να τρέξουν και
ξεστόμισες “κάνε με ό,τι θες!”.
Όταν
άφησα αυτές τις τέσσερις λέξεις να
μετατρέψουν το γραφείο σε απόλυτο χάος.
Ρούχα πεταμένα στην άκρη, ένας άντρας
και μια γυναίκα χωρίς συστολές κι
ενδοιασμούς, χωρίς μάσκες να βυθίζονται
σ' ένα πάθος χωρίς μέτρο. Χέρια σε δέρματα
πυρακτωμένα, φωνές πνιχτές, ανάσες
κοφτές και ψυχές ξεγυμνωμένες. Όταν σε
είδα να παραδίνεσαι σ' ένα χορό χωρίς
βήματα άνευ όρων. Όταν κατάλαβες πως
για πρώτη φορά ανήκεις σε κάποιον
άλλον....
Ανήκες
σε εμένα! Ψυχή τε και σώματι.
Πρώτα σε
έγδυσα νοητικά. Μπορούσα να διαβάσω
κάθε σκέψη σου μ' ένα και μόνο βλέμμα.
Να παίξω στα πιο σκοτεινά στενά του
μυαλού σου και να χειριστώ κάθε αμαρτωλή
φαντασίωσή σου. Αυτά ήταν παιχνιδάκι.
Το δύσκολο κι αυτό που σε τρέλανε ήταν
ότι εισερχόμουν σε κάθε μα κάθε σκέψη
σου. Την έκανα δική μου και μετά σε άφηνα
να την πάρεις! Μετά σε έγδυσα σωματικά.
Μελέτησα σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε
μέρος. Δέρμα στο δέρμα. Στη συνέχεια, σε
έγδυσα συναισθηματικά. Σε άφησα να
γίνεις ένα μαζί μου. Σου επέτρεψα να
γίνεις κομμάτι μου γιατί αυτό χρειαζόσουν
και σε έκανα δικό μου. Με όλη τη σημασία
της λέξης.
Μου
ανήκες ολοκληρωτικά κι ήταν κάτι που
δεν επιδίωξα. Μόνος σου ήρθες και μόνος
σου έφυγες. Μετά από τέσσερα χρόνια που
ζούσες μέσα από μένα βρήκες το κουράγιο
να φύγεις...
“Ήσουν
ένα λάθος!”, είπες.
Κάθομαι
λοιπόν και σε παρατηρώ πως έχεις περασμένο
το δεξί σου χέρι γύρω από τη μέση της.
Είναι μικρή, γλυκιά και αφελής. Δε θα
μπορέσει ποτέ να σε λύσει. Όχι γιατί
είναι δεν μπορεί, αλλά γιατί εσύ είσαι
ανίκανος να της δοθείς. Σε κοιτάει στα
μάτια και λιώνει, ενώ εσύ ψάχνεις
απεγνωσμένα το λάθος που θα σε θρέψει.
Το
βλέμμα σου συνάντησε το δικό μου. Αυτά
τα δευτερόλεπτα σου φάνηκαν αιώνας. Τα
μάτια σου σκοτείνιασαν, αλλά δεν έχασες
την οπτική επαφή. Το δεξί σου χέρι έπεσε
από τη μέση της και κατέβασες το κεφάλι.
Παραδόθηκες ξανά. Σε εμένα!
Όταν
βρεθήκαμε γυμνοί κάτω από τα σεντόνια,
λίγες ώρες μετά, το παραδέχτηκες... “Είσαι
το λάθος που πάντα θα γυρίζω!”.
Που
στη δικιά μου γλώσσα σημαίνει πως ό,τι
κι αν συμβεί θα ανήκεις σε εμένα...