Έτσι όπως αρχίσαμε, έτσι και
τελειώνει. Δύο ξένοι.
Σχεδόν
δε θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε. Αν προηγήθηκε χειραψία. Μόνο το όνομά σου θυμάμαι,
να το προφέρω με συνοδεία ενθουσιασμού και μιας κάποιας δικαιοδοσίας.
Οι
συναντήσεις συχνές. Η επικοινωνία καθημερινή κι οι άμυνες περίπατο. Η
οικειότητα ολοφάνερη και τα μάτια να χαμογελούν.
Όμως
όλα αυτά δεν ταίριαζαν με τα μεταξύ μας συμφωνηθέντα.
Χαλαρή πορεία, να περνάμε καλά. Για
το «εγώ» μας ούτε λόγος.
Βέβαια
συμφώνησα με τον εγωισμό μου να ερωτοτροπεί με τον φόβο σου.
Αρχικά
βολεύτηκα. Δεχόμουν κάθε προσπάθεια απόδειξης ενδιαφέροντος από τη μεριά
σου. Όντως περνούσα καλά. Τα λόγια σου τάιζαν και χόρταιναν την
αυτοεκτίμησή μου, που στάθηκαν ικανά να ξεπεράσω μια κατάσταση που με είχε
βλάψει.
Το ήξερες.
Κι ας μην ήθελες να δεις την
αλήθεια. Γι’ αυτό και πρώτη, όταν αντιλήφθηκα πως το σκηνικό κάθε άλλο παρά
χαλαρό φάνταζε, σου πρότεινα να το σχολάσουμε το πανηγύρι.
Δε συμφώνησες. Αντ’ αυτού πρότεινες
να συνεχίσουμε χωρίς να το επιδιώκουμε και να το αφήνουμε να συμβαίνει.
Μαλακίες
τυλιγμένες σε ροζ κορδέλες, μαζί και οι καύλες σου.
Δέχτηκα
τις φρίκες σου, τις ανορεξίες σου, αιτιολογούσα τα παιδιαρίσματά σου. Χάιδευα
κάθε πληγωμένη έκφραση που σου προκαλούσαν τα πισωγυρίσματα.
Και
ήρθες ένα βράδυ να μου πεις ότι δεν ένιωσες, ότι δεν είχαμε τίποτα.
Κεφάλαιο
απογοήτευση. Ήξερες, ρε ξεφτιλισμένε, ότι εγώ αισθάνθηκα κι απλά έπαιρνες
τα όμορφα που σου χάρισα για να ωραιοποιήσεις τελικώς την εικόνα σου.
Δυστυχώς
δεν τα εκμεταλλεύτηκες σωστά να χτίσεις και μια όμορφη ψυχή, λιγότερο
φοβισμένη.
Εγώ
είχα δει μια ύπαρξη τόσο γλυκιά και πεινασμένη για συναίσθημα. Έναν άνθρωπο με
στόχους και ιεραρχία προτεραιοτήτων. Κάτω από το σκοτάδι ένιωσα λέξεις δυνατές
μέσα από αγκαλιές και στο φως είδα βλέμματα να φωνάζουν ευτυχία.
Εκείνο
το βράδυ μου τα πήρες όλα πίσω. Ξαφνικά δε βρίσκω λόγους να μείνω.
Τα
«πρέπει σου» μου γίνανε θηλιά στο λαιμό κι εγώ θέλω αέρα να αναπνέω. Λυπήθηκα
που κέρδισαν αυτά και λίγο με ένοιαζε να μάθω ποια ακριβώς ήταν .
Εξαφάνιση.
Αποφύγαμε ο ένας τον άλλον, όπως ο
διάολος το λιβάνι κι όταν η μοίρα γέλασε χαιρέκακα και μας έφερε απέναντι, δύο
τυπικές φράσεις υπό συνοδεία αμηχανίας και προσπάθεια για βλέμματα αδιαφορίας
.
Δεν
ξέρω για σένα, εγώ πάντως σιχάθηκα το «αντίο» μας. Δεν μπορώ να δεχτώ πως απλά
γέμισα το πολυάσχολό σου πρόγραμμα Ούτε πως βόλεψε στην άψογα κανονισμένη ζωή
σου.
Ίσως
να μην κατάφερα να γίνω αυτό που ήθελες. Αλλά, αυτό που είμαι ένιωσε και
προσπάθησε πολύ για αυτό που είχαμε. Πήγε κόντρα σε κριτικές, έκλεισε
αυτιά σε ότι αρνητικό σου προσάψανε και γύρισε την πλάτη στο παρελθόν που τόσο
σε τρόμαζε.
Δεν
ξέρω τι είδες, τι κατάλαβες κι αν έχει σημασία πια .
Μακάρι
να με κράταγαν τα μάτια σου να μείνω, συγχώρα με που αυτό που θες, δεν ήθελα
να γίνω.
Δύο
ξένοι που δεν έχουν τι να πουν.
Εμείς.