«Πάρτε θέσεις! Ξεκινάμε!»
Ένας γρήγορος έλεγχος καθώς περπατάς είναι απαραίτητος. Τήβεννος, οκ! Καπέλο, εδώ! Χαμόγελο; Εδώ κι
αυτό. Το χρώμα μου; Πάνινο απ΄ το άγχος αλλά θα στρώσει. Το βήμα μου αργό και
σταθερό. Προσέχω να μην αφήσω μεγάλο κενό απ’ τον μπροστινό μου γιατί η
κυρία με το ακουστικό στο αυτί είναι λιγάκι τρομακτική και τη φοβάμαι.
Ανοίγει η πόρτα. Προς στιγμήν νιώθεις λες και σ’ είχαν
εγκλωβισμένο σ’ ένα κουτί για πολλές ώρες και τώρα παίρνεις, απότομα, αέρα. Δεν
είναι πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Μη σου πω ότι σε αγχώνει περισσότερο. Απ’ την
άλλη όμως νιώθεις λίγο σαν τα Oscars, Emmy, Grammy.
Χειροκροτήματα,
φλας, φώτα, μουσική. Όπου κι αν κοιτάξεις, φωτογράφοι. Κύριοι και κυρίες με
μικρόφωνα κι ακουστικά στ’ αυτιά σου δίνουν οδηγίες και σε καθοδηγούν
προσεκτικά στη θέση σου. Εκείνη την ώρα δε σε νοιάζει τίποτα. Ξεχνάς την
εφίδρωση από την τήβεννο, την πείνα, τη δίψα, τον πόνο της μέσης απ’ την
ορθοστασία, τον πόνο στα πόδια απ’ τα ψηλοτάκουνα. Κάνεις λίγη υπομονή μέχρι
την καρέκλα, ενώ χαμογελάς ασταμάτητα σε όλους.
Καλά, ε, από που ν’ αρχίσω; Νιώθω πιο Adele από ποτέ. Αλλά, Adele, πρόσεχε μην πατήσεις το φουστάνι και σωριαστείς κατάχαμα, κακομοίρα μου.
Στέκεσαι μπροστά απ’ την καρέκλα σου κι αναζητάς τους
δικούς σου στο πλήθος. Τίποτα. Ο κακός χαμός στις κερκίδες κι εσύ ψάχνεις τη
μαμά σου. Άδικος κόπος. Παίρνεις τηλέφωνο. «Έλα παιδί μου, που είσαι;» «Να, εδώ
μαμά, σου κουνάω το χέρι». Ο χρόνος παγώνει. Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις άλλους
100 φοιτητές να κουνούν τα χέρια στο κοινό. «Καλά, μαμά, θα σε πάρω μετά!».
Σωριάζεσαι στην καρέκλα.
Μετά
από ώρα ξεκινούν οι ομιλίες κι οι ευχαριστίες. Ξέρεις ότι δε θα ακολουθήσουν το
πρόγραμμα για κανέναν λόγο κι αρχίζει να φρικάρεις δικαιολογημένα. Προσεύχεσαι
να ήσουν στη θέση του Tyrion όταν
πήγε να ελευθερώσει τους δράκους πάρα να υποστείς αυτό το μαρτύριο. Είναι λες
κι ακούς συζήτηση ερωτευμένων. Να, κάπως έτσι… «Όχι, εσύ κλείσε» κι «όχι,
κλείσε εσύ». Απλά στη θέση του «κλείσε», το «ευχαριστώ».
Από την αναμονή στην καρέκλα, αρχίσεις να πιάνεσαι ενώ όλα
σε ενοχλούν. Ξεκινάς απ’ τα μαλλιά που δεν ξέρεις πως είναι. Αν το καπέλο είναι
στη θέση του, αν οι κολλητές σου ήρθαν. Νευριάζεις με την αδερφή σου που δεν
απαντάει στα μηνύματα. Σε ενοχλεί ο μπροστινός, ο δίπλα, ο πίσω. Σε εξοργίζει η
μάνα σου που έκανε προχθές φακές κι ο καθηγητής που στέκεται μπροστά σου γιατί
θυμήθηκες πρόπερσι που σου έκανε μια παρατήρηση επειδή, λέει, μιλούσες δυνατά
μέσα στην τάξη.
«Και τώρα προχωράμε με τις απονομές των πτυχίων».
Μεγάλη
χαρά κι ευτυχία γιατί επιτέλους θα πιεις νερό και θα φας. Αλλά όχι. Το μαρτύριο
δεν τελειώνει εδώ. Μια ακόμα σειρά με ορθοστασία. Είσαι σίγουρη πως η μαμά σου
θα κλάψει στις κερκίδες για το παιδάκι της, τα πόδια σου τρέμουν μετά από τόσες
ώρες σε ύψος κι έχεις ν’ ανέβεις σκαλιά, να περπατήσεις μπροστά σε όλους, να
κατέβεις σκαλιά και να ποζάρεις. Άσε που
σου είπαν ότι δεν μπορεί να φύγει κανείς μέχρι να πετάξουμε το καπέλο!
Παιδάκια, ούτε στο survivor
τέτοια ταλαιπωρία.
Μόλις αγγίζεις το χαρτί, τα συναισθήματά σου αλλάζουν.
Ξεχνάς τα πάντα και με συγκίνηση ψάχνεις τη μαμά σου στις κερκίδες. Αυτό το «μαμά, τα κατάφερα!» είναι μόνη
φράση που θες να πεις. Η μόνη που θα μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματα σου.
Όλους τους φόβους για αποτυχία κι όλο το άγχος που πέρασες μέχρι να φτάσεις ως
εδώ. Δεν τη λες, γιατί κανείς δε θα σε ακούσει εκεί που είσαι, κι
επιστρέφεις στη θέση σου.
Κοντρολάρεις την απελπισία σου μέχρι την αναθεματισμένη ώρα
που θα πετάξεις το καπέλο. Μόλις φύγει απ’ τα χέρια σου, τελείωσαν όλα κι εσύ
θα επιστρέψεις στη νορμάλ ζωή σου.
«Ήρθε η στιγμή σας», ακούγεται απ’ τα ηχεία κι όλοι
παίρνουμε θέση.
Τότε, εκείνη τη στιγμή μεταξύ της σωστής τοποθέτησης και
της ρίψης, συνειδητοποιείς πως όλα τελείωσαν. Κάποιους απ’ αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να μην τους ξαναδείς.
Εκείνους που πέρασαν μαζί σου στεναχώριες, αγωνίες, κλάματα, τσακωμούς.
Εκείνους που μαζί τους μελετούσες, πονούσες, δέθηκες κι αγάπησες ανιδιοτελώς.
Που μοιραστήκατε ώρες στα έδρανα και μπροστά από τους υπολογιστές.
Αναλογίστηκες
τα βιβλία που διαβάσατε, τα χαρτιά που σκίσατε. Τις ώρες που περάσατε μαζί
προσπαθώντας να πετύχετε το «άριστα!». Τα τετράδια που γεμίσατε. Τις φωνές και
τα γέλια μέσα στην αίθουσα. Απαρίθμησες τις εργασίες αλλά και τους καθηγητές
που πέρασαν απ’ τα φοιτητικά σου χρόνια. Όλα εκείνα που πήρες κι όλα εκείνα που
έδωσες.
Συνειδητοποιείς πως σε λίγα λεπτά θα αποχαιρετίσεις τη
φοιτήτρια και θα υποδεχτείς τη δασκάλα. Θα
χαιρετίσεις το κορίτσι-φυτό με τα γυαλάκια και την ηλίθια μαύρη τσάντα, γεμάτη
με τετράδια, χαρτιά κι ημερολόγια και θα υποδεχτείς τη γυναίκα που μπορεί να
αποτελέσει πρότυπο για τόσα μικρά πιτσιρίκια.
Δάκρυα
ανεβαίνουν στα μάτια σου αλλά δεν τ’ αφήνεις να τρέξουν. Κάθε τέλος και μια νέα
αρχή. Έτσι πρέπει να το δεις γιατί έτσι είναι. Μόλις πετάξεις το καπέλο, κάτι
καινούργιο θα ξεκινήσεις κι εσύ θα έχεις όλον το χρόνο για να το ζήσεις. Μόλις
πετάξεις το καπέλο!
«3…2…1… Πετάξτε τα καπέλα σας ψηλά!».