Πάνε μέρες, ή να πω νύχτες καλύτερα, που πηγαινοέρχεσαι στα όνειρά μου. Δεν ξέρω για ποιο λόγο εφόσον δε σε σκεφτόμουν για να πω πως πέρασες στο υποσυνείδητό μου. Ξέρω μόνο πως η παρουσία σου ήταν έντονη. Σαν κάτι να ήθελες να μου πεις. Κι επίγευση των φιλιών σου μένει ακόμα στο στόμα μου κι ας έχω ν’ αγγίξω τα χείλη σου πάνω από έναν χρόνο. Τ’ όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, θαρρείς και παιζόταν σε κάποια άλλη πραγματικότητα.
Στεκόσουν
εκεί, να με κοιτάζεις να φιλάω κάποιον άλλον, να τον κρατάω από το χέρι όπως
κρατούσα κάποτε κι εσένα. Να τον κοιτάζω τρυφερά στα ματιά κι ύστερα να
περπατάμε αγκαλιασμένοι.
Με κοιτούσες με παράπονο, σαν να με ρωτούσες πώς μπόρεσα
να προχωρήσω. Μα κι εσύ προχώρησες,
θυμάσαι; Κι εσύ έφυγες μακριά μου και προσπάθησες να ξεχάσεις. Κι εσύ
κουράστηκες να υπάρχεις σε μια βαλτωμένη σχέση. Δεν είμαι εγώ εκείνη που τα
διέλυσε όλα. Μη με κοιτάζεις μ’ αυτό τα βλέμμα λοιπόν.
Γιατί θυμάμαι. Θυμάμαι τ’ ατέλειωτα βράδια που πέρασα
κλειδαμπαρωμένη στο δωμάτιο να μη θέλω να βγω στο φως του ήλιου και τα πρησμένα
μάτια μου να μην μπορούν να σταματήσουν να χύνουν δάκρυα.
Μη με κατηγορείς λοιπόν. Μη με κοιτάζεις μ’ εκείνο το
βλέμμα, σε παρακαλώ. Νιώθω ένοχη χωρίς να ξέρω γιατί. Νιώθω σαν να προδίδω τις λέξεις μας. Σαν να προδίδω εμάς και τις
υποσχέσεις μας. Μα δεν ισχύει αυτό. Πώς γίνεται να προδώσεις κάτι που έχει ήδη
τελειώσει;
Πλησιάζεις και μου μιλάς. Τα μάτια μου βουρκώνουν στην
εικόνα σου. Μ’ αγκαλιάζεις και τα χείλη σου σμίγουν με τα δικά μου. Ρίγη
διαπερνά το κορμί μου, μνήμες αναβιώνουν και συναισθήματα ξεπετάγονται από τα
συρταράκια του μυαλού που τις είχα αποθηκεύσει.
Γυρίζω να κοιτάξω πίσω κι εκείνος βρίσκεται εκεί. Στη
θέση του παρατηρητή που πρωτύτερα είχες εσύ. Τώρα χαμογελάς. Δεν κοιτάζεις πια με παράπονο. Τώρα νιώθεις πως είμαι
ξανά δική σου και χαίρεσαι. Σε σφίγγω στην αγκαλιά μου τόσο δυνατά. Μου
έλειψες. Είχα καιρό ν’ ακουμπήσω το σώμα μου πάνω στο δικό σου.
Μυρίζεις όμορφα, όπως πάντα άλλωστε. Μ’ αρέσει που
βρίσκομαι εδώ, ίσως γιατί δεν ξέρω πως βρίσκομαι σε όνειρο. Με μια κίνηση του
χεριού σου χαϊδεύεις τα μαλλιά μου και μου λες πως όλα θα περάσουν. Να
σταματήσω να φοβάμαι και να πιστέψω σ’ εμένα. Ανέκαθεν με ησύχαζες μα τώρα
είναι αλλιώς.
Ηρεμώ κι απολαμβάνω τα λόγια σου, την ύπαρξή σου δίπλα
στη δική μου. «Να προσέχεις μικρή μου. Ο κόσμος είναι κακός…» λες, κι έτσι απλά
εξαφανίζεσαι. Σε κλάσματα δευτερολέπτου λαμβάνεις πάλι θέση παρατηρητή.
Τώρα βρίσκομαι πάλι πλάι σ’ εκείνον κι εσύ στέκεις να μας
κοιτάζεις. Μη μου το κάνεις αυτό σε παρακαλώ. Μη με γεμίζεις τύψεις άνευ λόγου.
Σταμάτα να τριγυρνάς στο κεφάλι μου.
Εικόνες ξεπροβάλλουν μπροστά μου σαν σκηνές από ταινία μ’
εμένα πρωταγωνίστρια. Εσύ δίπλα μου κι
όλα τα χρόνια που περάσαμε μαζί, μέρα προς μέρα, σ’ όλες τις εποχές, όλους τους
μήνες. Τα γέλια μας, οι φωνές μας, τα κλάματα, οι τσακωμοί, οι αγκαλιές. Οι
χωρισμοί, οι επανασυνδέσεις, τα ερωτευμένα «σ’ αγαπώ», τα απεγνωσμένα «μου
λείπεις», εκείνα τα «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
Κοίτα
πώς μπορέσαμε τελικά κι οι δύο. Αστείο δεν είναι;
Προσπάθησα πολύ για να σε ξεπεράσω μα πάντα βρισκόσουν
μπροστά από κάθε βήμα μου. Και κάθε φορά σε προσπερνούσα και συνέχιζα μα πάντα
έβρισκες τον τρόπο να τρυπώνεις στη ζωή μου.
Και τώρα που πια δε μιλάμε, που ο καθένας έχει χαράξει το
δρόμο του, βρήκες άλλον τρόπο να μ’ εξουσιάσεις. Κατοικείς στα όνειρά μου με το
έτσι θέλω, χωρίς να πάρεις άδεια. Και με στοιχειώνεις.
Ανοίγω τα μάτια μου απότομα και νιώθω τους χτύπους της
καρδιάς μου να βαράνε δυνατά. Συνειδητοποιώ πως είναι όνειρο μα δε βοήθα κάπως.
Ήταν το πιο ζωντανό όνειρο που είδα ποτέ μου.
Σ’ αναζήτησα. Δεν ανταποκρίθηκες. Ίσως και να έκανες
καλά. Δεν ξέρω πώς νιώθεις εσύ μα εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι πως είσαι ό,τι καλύτερο μου συνέβη ποτέ κι ό,τι πιο δύσκολο
να ξεχάσω. Δεν ξέρω καν αν θέλω να ξεχάσω. Μα ξέρω πως δε θέλω η θύμησή σου να
με πονάει.
Οφείλω μια συγγνώμη που πρόδωσα τις λέξεις μας κι αν δεν
καταλαβαίνεις γιατί το λέω αυτό, δεν πειράζει. Αν μια μέρα μ’ αναζητήσεις, θα
είμαι πρόθυμη να σου εξηγήσω.
Τα λέμε ξανά το βράδυ στα όνειρά μου.