Όλοι
στις δύσκολές μας στιγμές έχουμε ξεσπάσει, κλάψει, βρίσει και σίγουρα όλοι,
εκείνη τη στιγμή με τα νεύρα τεντωμένα, ψάξαμε να βρούμε ένα εξιλαστήριο θύμα
να του τα φορτώσουμε όλα. Να μας ακούσει χωρίς να μας πει τη γνώμη
του και να δεχτεί όλα τα πυρά για τη στραβή μας τύχη. Και το βρήκαμε. Ίσως το
κάναμε και χωρίς να το καταλάβουμε, αλλά το βρήκαμε.
Το
συγκεκριμένο άρθρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον
έναν και μοναδικό άνθρωπο της ζωής μας που υπήρξε πάντα δίπλα μας. Ακόμη κι
όταν εμείς το κάναμε πέρα. Στον έναν και μοναδικό άνθρωπο που ό,τι και να γίνει,
όσο και να τον πονάμε, θα είναι πάντα εκεί να μας αγκαλιάζει και να μας φιλάει
στη πρώτη κατραπακιά. Στη μητέρα μας.
Ιερός ρόλος στη ζωή όλων των όντων του πλανήτη. Στήριγμα
σχεδόν σ’ όλη μας την πορεία. Η γυναίκα που εννιά μήνες μας αγκάλιαζε το βράδυ,
όταν καλά-καλά δεν ήμασταν ούτε ιδέα. Που τραγουδούσε στην κοιλιά της για να
κοιμόμαστε ήσυχοι και που δέχτηκε να πονέσει όσο κανείς άλλος απ’ τη λαχτάρα
της να μας αγκαλιάσει.
Εκείνος
ο άνθρωπος που στερήθηκε απεριόριστες ώρες ύπνου και χαλάρωσης για να
χαλαρώσουμε και να ξεκουραστούμε εμείς. Που πείνασε και κρύωσε για να
γνωρίσουμε εμείς τη ζέστη και τη θαλπωρή. Έμαθε να ζωγραφίζει, να τραγουδάει,
να λέει παραμύθια για να διασκεδάζεις εσύ κι εγώ.
Έμαθε να μην τα παρατάει με την πρώτη. Να χαμογελάει όταν
όλα πήγαιναν στραβά για να μην στενοχωρηθεί το παιδί. Να βγάζει δόντια για το
σπλάχνο της κι ας ήξερε πως κάποιες φορές οι άλλοι είχαν δίκιο.
Δίδαξε
σεβασμό στους άλλους, ιπποτισμό στο αγόρι της και να μη γίνεται έρμαιο και
δοκιμή η κόρη της για κανέναν. Είδε εκατοντάδες ήλιους απ’ την πρώτη μέρα της
γέννησης μας, είτε σε χαρτί, είτε σ’ ένα ζευγάρι μάτια και χέρια, είτε σε
εκδρομές, είτε στη ζωή μας ολόκληρη, και πάντα ήταν σαν να τον αντίκρυζε για
πρώτη φορά.
Έγινε
η προσωπική μας νοσοκόμα, γιατρός, δασκάλα κι ο φίλος μας. Έκλαψε
όταν πρωτοχτύπησες το δαχτυλάκι σου από φόβο και τρόμο μην τυχόν και πονάς και
δεν μπορεί να κάνει κάτι. Κι όταν άρχισες να μεγαλώνεις και να μιλάς, ν’ αντιμιλάς,
να υψώνεις τη φωνή και κάπου, κάποτε, κάποιος και το χέρι σου, εκείνη συνέχισε
να σε κοιτάει και να σου μιλάει. Να σε
θαυμάζει κι ας λέγαν όλοι πως είσαι κακό παιδί. Γιατί έτσι είναι η μάνα.
Ποτέ δε θα σταματήσει να σου «αλλάζει» πάνες και να σε χαϊδεύει.
Κι εσύ συνέχισες να την αγνοείς όσο ωρίμαζες, ίσως πάλι κι όχι. Αυτή έγινε ένα
με τη μονή σας πολυθρόνα στο σαλόνι στα πρώτα σου ξενύχτια. Πάνω απ’ το τηλέφωνο
για να προλάβει το κακό.
Και
στην πρώτη σου αργοπορία κάλεσε μέχρι και την πυροσβεστική, ενώ ο πατέρας σου
επέμενε να σε κλειδώσουν απλώς έξω απ’ το σπίτι για να μάθεις να υπακούς. Μα
εκείνη δεν ήθελε να υπακούς. Ήθελε απλώς να μάθεις να ακούς. Ν’ ακούς τους
κακούς ανθρώπους, το κακό που μπορεί να ερχόταν, τη φύση, εκείνη όταν σε είχε
ανάγκη.
Παραμέλησε την προσωπική της ζωή για τις δικές σας
εκδρομές. Τις προσωπικές, του μυαλού, της οικογένειας. Κι εκείνο το κολιέ που τόσο είχε ζηλέψει κι ήθελε σ’ εκείνη τη βιτρίνα,
δεν το πήρε για να σου δώσει τα λεφτά χαρτζιλίκι ή να τα βάλει στην άκρη για
τις καλοκαιρινές σας διακοπές.
Αχ, αυτές τις διακοπές! Να ήξερες μόνο πως τις περίμενε για
να μας δεις όλους μαζί στην άμμο. Να λέμε αστεία, να τσακωθούμε, να τα βρούμε,
να παίξουμε. Το καλύτερό της. Άλλωστε,
τι μεγαλύτερη ευχαρίστηση μπορεί να υπάρχει για μια μάνα απ’ το να βλέπει την
οικογένειά της καλά κι ευτυχισμένη;
Και τότε ήρθε κι ο πρώτος σου έρωτας, ο εφηβικός, ο «για
πάντα».
Αμέσως έτρεξες στην κουζίνα που στεκόταν ανακατεμένη με
λαχανικά και μυρωδιές να της το πεις. Κι εκείνη χαμογέλασε. Ίσως και να γέλασε
και σου είπε «καλά να πάθεις» και «πρόσεχε, όλα στην ώρα τους». Και εσύ ίσως να νευρίασες που δε σε
καταλάβαινε ή έτσι νόμιζες κι αναρωτήθηκες αν εκείνη είχε υπάρξει ποτέ μονάδα,
ξέγνοιαστη κι ανέμελη.
Κάπου
εκεί γνωρίζεις τη μάνα σου, την ιστορία της, των γονιών σου και τους παιδικούς
τους έρωτες. Ρωτάς να σε βοηθήσει, να σου δώσει τη χρυσή της συμβουλή να
κερδίσεις την κοπελιά της τάξης σου ή να σου ρίξει μια ματιά το αγόρι στο
φροντιστήριο. Εκεί αρχίζει ο θαυμασμός και θα ξανάρθει σε μεγάλη ηλικία πάλι. Όταν
όλα θα έχουν τερματίσει.
Η εφηβεία περνάει, όπως κι οι στιγμές μαζί της. Έρχεται εκείνη
η μέρα που φεύγεις απ’ το σπίτι για σπουδές ή για το στρατό και σκοτεινιάζει η
πλάση γύρω της. Γερνάει απότομα γιατί δε
σε βλέπει, ενώ εσύ ευγνωμονείς το Θεό που έφυγες μακριά απ’ το σπίτι σου κι
είσαι ελεύθερος να κάνεις τη ζωή σου, μη γνωρίζοντας πως στο κατώφλι, την ώρα
που τη χαιρετούσες, πήρες κι άλλη μια.
Δε σηκώνεις τηλέφωνα. Την ξεχνάς. Την κλείνεις βιαστικά κι
εκείνη συνεχίζει να σε βλέπει αστέρι και να σε θαυμάζει που τα καταφέρνεις
χωρίς εκείνη. Της ανακοινώνεις τα νέα για το άλλο σου μισό. Χαίρεται και
ζηλεύει που κάποια άλλη θα πάρει το ρόλο της, εν μέρη. Σου κάνει τη ζωή
δύσκολη, έτσι για αντίποινα, αλλά το αποδέχεται.
Τους περνάει από σαράντα κύματα για να δει αν αξίζει να
στέκονται έστω και δίπλα σου κι όταν σε βλέπει στην εκκλησία να σε κοιτάει και
να σε ευχαριστεί, ξέρεις πως από εδώ και πέρα όλα θα είναι ακόμη καλύτερα. Θα υπάρχει εκεί αόρατα να σε στηρίζει κι ας
μην της είπες ποτέ άλλοτε ευχαριστώ.
Για
εκείνη το μεγαλύτερο ευχαριστώ είναι πως έφτιαξε έναν άνθρωπο που σέβεται κι
αγαπά. Κι ακόμη κι αν δεν έγινε έτσι, εκείνη συνεχίζει να προσπαθεί και να
στέκεται. Κι όσες έφυγαν και ενώθηκαν με τον ήλιο είναι πάντα εκεί πάνω να
συντρέχουν στα δύσκολα ακόμη κι αν δεν πιστεύεις.
Γι' αυτό πάρτε τη μια αγκαλιά όσο υπάρχει ακόμη.
Πείτε
της πόσο την αγαπάτε και τη θαυμάζετε και πείτε της ένα τεράστιο ευχαριστώ που σκότωσε
όλα τα κακά, που άλλαξε πορεία για να ζήσετε εσείς, που έχασε φίλους, παρέες κι
εαυτό για ν’ αποκτήσετε εσείς αναμνήσεις και χαρακτήρα και μην την αφήσετε ποτέ
μόνη ή με την αμφιβολία πως κάτι δεν έκανε καλά.
Είναι και θα είναι μόνο μία και δυστυχώς όχι για πάντα.
Ευχαριστώ
μαμά! Για όλα, για τότε, για τώρα και για πάντα! Σ' αγαπώ!