Ιστορίες αγάπης και
μαλακίες. Εγώ την αγάπη την έχω βρει στα μάτια σου, αλλά πού να καταλάβεις εσύ.
Μια ακόμα Πέμπτη που θα πνίξω τον πόνο μου στο τζιν τόνικ.
Προχωράω με αργά βήματα προς την πόρτα. Κατά βάθος ελπίζω να μην είσαι εδώ. Δε θ’ αντέξω να σε κοιτάω σε κάθε τραγούδι. Δεν παλεύονται οι στίχοι που μιλούν για έρωτες κι εγώ, κάθε φορά, να βλέπω τον έρωτα να περνάει από δίπλα μου σιγοτραγουδώντας λόγια που με δυσκολία κρατάω ακόμα μέσα μου.
Η ελπίδα όμως δεν είναι φίλη
μου. Μια ακόμα Πέμπτη που εσύ είσαι εδώ. Στο πόστο σου. Σήκωσα τα μάτια μου κι είδα
τα υπέροχα σου δάχτυλα να τραβούν το γυαλί που μας χωρίζει μακριά, ώστε να
μπορέσω να εισχωρήσω στον κόσμο σου. Το μαγαζί μας. Εκείνο το μέρος που έχει
στοιχειώσει τις μέρες και τις νύχτες μου γιατί είσαι εσύ εκεί.
Παίρνω μια ανάσα και σου
χαμογελάω. Ένα στιγμιαίο φιλί σου κάνει το μάγουλό μου να καίει. Το χαμόγελό
σου καρφώνεται στην καρδιά μου κι εγώ μένω να βουλιάζω στην άβυσσο βλέποντας τα
καφέ μάτια σου να λάμπουν απ’ τον καπνό.
«Καλώς την!». Τώρα το πόσο
καλό είναι που βρεθήκαμε ξανά εδώ μέσα, θα δείξει.
Σήμερα είναι η μέρα, αλλά
δεν το ξέρει.
Μπαίνω και προσπαθώ να είμαι
άνετη. Αδύνατον! Έχω παίξει αμέτρητες φορές τη συζήτησή μας μέσα στο κεφάλι μου
κι από κοντά, κότα. Απλά κοιτάω και δεν ακουμπάω. Πότε επιτέλους θα βρω τα
κότσια να σου πω πόσο σε θέλω. Να σου πω ότι σε σκέφτομαι όλη μέρα κι ότι δεν
μπορώ να σε βλέπω και να μη σε έχω. Μάλλον ποτέ! Προς το παρόν δεν έχω πιει
αρκετά ώστε να ρίξω τις άμυνές μου.
Ξαφνικά, εξαφανίζεσαι.
Δεν μπορώ να σ’ εντοπίσω πουθενά. Ξέρω
ότι είσαι κάπου αλλού, με κάποια άλλη κι αρχίζουν να μου ανάβουν τα λαμπάκια. «Ήρθε
η στιγμή να τον διεκδικήσω. Θα σταματήσω να κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου!».
Με πλησιάζεις μ’ ένα ενοχικό
χαμόγελο ενώ μέσα μου έχω πάρει την απόφαση. Πας να φύγεις. Απλώνω το χέρι μου
και σου κόβω το δρόμο.
«Έλα, θες κάτι;». Ή τώρα ή
ποτέ. Ανάσα και πάμε. «Ναι, εσένα εδώ και καιρό!».
Σιωπή. Αμέσως γελάς λες και
σου είπα κάτι αστείο, ενώ η φλόγα στα μάτια σου μου έδωσε πάτημα να συνεχίσω. Λες
και διάβασες τη σκέψη μου. Έστρεψες όλο σου το σώμα προς τα εμένα και με
πλησίασες.
«Πάμε;», ρώτησα, ενώ η καρδιά
μου χτυπούσε ασταμάτητα.
Με κοίταξες με απορία. «Σπίτι
μου, θα’ ρθείς;». Δεν απάντησες. Άπλωσες το χέρι σου προς το μέρος μου και με
τράβηξες στην αγκαλιά σου.
Όταν έκλεισε η γυάλινη πόρτα
πίσω μας ήξερα πως η μέρα που θα ξημέρωνε θα σε έβρισκε επιτέλους δίπλα μου.