Η κρυφή ιστορία του Γιώργου.
Δεν έχω γράψει στη ζωή μου ούτε μια λέξη. Ποτέ. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε να γράψω. Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι νιώθω τύψεις. Τύψεις που σε έκανα να φύγεις απ’ τη ζωή μου τόσο εύκολα. Δεν προσπάθησα να σε κρατήσω, το παραδέχομαι.
Μαλάκας με περικεφαλαία.
Έχεις καιρό να έρθεις στη
σκέψη μου. Σ’ είχα αποβάλλει από πάνω μου όπως κάθε γκόμενα που μου άδειαζε τη
γωνιά.
Συνηθισμένος στο «πέταμα».
Κάθε τρεις και λίγο η ίδια διαδικασία. Περάστε, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε.
Έτσι σας έβλεπα όλες. Ολιγόλεπτες ευχαριστήσεις. Τί κι αν μένατε κάποιες μέρες,
εβδομάδες ή κάποιους μήνες. Αυτό ήσασταν.
Ξέρω πως, αν τώρα διαβάζεις
αυτό το κείμενο, θα θες να με φτύσεις μες στη μούρη και πίστεψέ με, μου αξίζει.
Είπαμε, μαλάκας με περικεφαλαία.
Πριν μερικές μέρες έτυχε να
βγω με μια τύπισσα για ποτό. Ήλπιζα σ’ ένα ακόμα κρεβάτι. Ξέρεις, από τότε που
έφυγες δεν έχω αφήσει κρύα την πλευρά σου. Δεν μπορώ να κοιμάμαι να κρύα
σεντόνια, επομένως τα κρατούσα ζεστά. Όπως κι όλα όσα σε θύμιζαν. Βογγητά,
αγκαλιές, γρατσουνιές και τέτοια.
Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα μας.
Όταν ήμουν με την τύπισσα και γκομενίζαμε, γυρίζει και μου λέει ότι θα περάσει
μια φίλη της να της αφήσει κάτι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Μαίρη, η ξαδέρφη
σου. Ήθελα ν’ ανοίξει η Γη να με καταπιεί, αλλά συνέχισα να πίνω χαλαρός το
ποτό μου.
Ξαφνικά ακούω το «ραντεβού» μου να λέει στη
Μαιρούλα «τα χαιρετίσματά μου στην ξαδέρφη σου» κι έχασα το χρώμα μου. Η Μαίρη,
εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησε ποιος είμαι και με ρώτησε αν θα σου στείλω κι
εγώ τα δικά μου χαιρετίσματα.
Τι σκύλες που είστε στο σόι
σου! Δεν απάντησα και κατέβασα το κεφάλι.
Τότε έγινε η ερώτηση. «Τι την
είχες;» Ρώτησε εμένα τι σε είχα.
Η λέξη «γκόμενα» δεν ήθελα
να βγει απ’ το στόμα μου. Λέξεις όπως μέλλον, έρωτας, πάθος, λατρεία κι αγάπη
ηχούσαν στ’ αυτιά μου, όμως δεν τις ξεστόμισα.
Μου ήρθαν στο μυαλό, στιγμές
μας. Το πρώτο μας φιλί, η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα, το πρώτο μας σκληρό σεξ,
το πρώτο «σ’ αγαπώ» μου, ο πρώτος χωρισμός μας. Έκλαιγα σαν μικρό παιδί όταν
έκλεισες την πόρτα πίσω σου φεύγοντας. Ο αρραβώνας μας. Ήσουν πιο όμορφη από
ποτέ κι εγώ, περήφανος για σένα, χαιρόμουν που πήρα την απόφαση να περάσω το
υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου.
Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Είχα
βρει το λιμάνι μου. Ήσουν ο λόγος για να χαμογελάω κάθε μέρα. Ήμουν ευτυχισμένος
και μόνος μου κατέστρεψα αυτή την ευτυχία.
Δεν ήθελα να σε κερατώσω.
Είχα όσα επιθυμούσα. Δεν ξέρω τι με έπιασε και το έκανα. Μπορεί να είχα πιει
πολύ, όμως ειλικρινά δεν το ήθελα. Πιέστηκα; Φοβήθηκα; Ήμουν μικρός για
δεσμεύσεις ή για οικογένεια; Δεν ξέρω.
Τότε ήταν που σε έχασα οριστικά.
Δε θα μου το συγχωρούσες ποτέ κι ήταν αδύνατο να στο κρύψω. Μάζεψες τα πράγματα
και τα κομμάτια σου κι έφυγες. Για πάντα.
Βούρκωσα ενώ η κοπέλα
συνέχιζε να με κοιτάζει γεμάτη περιέργεια. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον για
σένα. Είχα ανάγκη ν’ ανοίξω την καρδιά μου για πρώτη φορά.
«Ήταν η ευτυχία μου!». Έτσι
ξεκίνησα…
Ήταν η πρώτη φορά που η πλευρά
σου, στο κρεβάτι μας, έμεινε κρύα.