Αλίκη, φεύγουν οι άνθρωποι, πότε θα το μάθεις; Κανείς δε
μένει στα δύσκολα κι όποιος μείνει θα ναι για λίγο. Κι αυτό το λίγο θα σου
κοστίσει, Αλίκη. Άκου με.
Κανείς δε θα σε σηκώσει όταν πέσεις. Κάποιοι θα μείνουν
πάνω σου να γελούν επιδεικτικά με τα χάλια σου. Άλλοι, θα σε σπρώξουν να πέσεις
ακόμα πιο κάτω. Άλλοι πάλι, θα σου δώσουν το χέρι τους δήθεν για να σε βοηθήσουν
κι όταν δουν πως δεν τους εξυπηρετεί σε κάτι αυτό, θα σε αφήσουν να ξαναπέσεις χτυπώντας με δύναμη τις ήδη υπάρχουσες πληγές σου.
Ακούς, Αλίκη; Εδώ δεν έχει παραμύθια και λαγούς ούτε
μαγικά καπέλα που σε περνούν σε άλλες διαστάσεις για να γλιτώσεις και να
ξεφύγεις. Εδώ, όπου κι αν πας, τα ίδια σκατά θα βρεις. Την ίδια σαπίλα. Την
ίδια αδιαφορία κι αχαριστία. Την απατεωνιά που κυλάει στο αίμα τους.
Φύγε, Αλίκη. Γύρισε πίσω στον κόσμο σου κι ασ’ τους να
λένε πως ζεις στη ροζ σου φούσκα. Κρύψου, προστατεύσου από τη γύμνια και τη
ντροπή. Γέλα χωρίς να καταλαβαίνεις γιατί, συνέχισε την όμορφη ζωή σου.
Όσο προλαβαίνεις, τρέχα. Μη στέκεσαι. Όλοι φεύγουν.
Κοιτάνε πώς να σε χρησιμοποιήσουν και μετά να σε αδειάσουν. Κι εσύ σαν καλός
βλάκας εναποθέτεις πάνω τους ελπίδες κι όνειρα. Νομίζεις πως επειδή σου λένε
κάτι, σημαίνει πως το εννοούν κι όλας. Αχ, πώς γελιέσαι έτσι βρε Αλίκη. Ρώτα
πρώτα να μαθαίνεις.
Τι θαρρείς, πως επειδή εσύ είσαι ειλικρινής κι έμαθες να
εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους, θα στο ανταποδώσουν; Λάθος έκανες, κούκλα μου.
Σταμάτα να ελπίζεις σε κάτι που δε θα συμβεί ποτέ.
Φύγε. Γύρισε πίσω και πες τους πως δεν είναι κόσμος αυτός
για να ζήσεις. Πως ήρθες, είδες, σιχάθηκες τη διπροσωπία τους κι αποφάσισες να
μη ζήσεις έτσι.
Κι αν σου πουν πως δεν άντεξες, πως κώλωσες ή φοβήθηκες,
άσ’ τους να νομίζουν. Εσύ θα ξέρεις καλύτερα απ’ όλους τι βίωσες στο πετσί σου.
Πόση προσπάθεια κατέβαλες για να προσαρμοστείς αλλά δεν τα κατάφερες. Και στο
φινάλε δε θέλησες να γίνεις σαν αυτούς.
Αχ, Αλίκη και να ξέρες νωρίτερα. Δεν πειράζει όμως. Τώρα
ξέρεις. Έμαθες πως δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν. Πως δεν έχει σημασία τι
σκέφτεσαι και τι θέλεις εσύ αν ο άλλος δε θέλει το ίδιο.
Ωρίμασες ξαφνικά. Μα δεν το θέλησες. Δε σε ρώτησαν αν
θέλεις. Μα έτσι είναι εδώ, καλή μου. Εδώ δεν τους νοιάζει αν είσαι παιδί ακόμα.
Δεν έχουν φραγμούς και όρια. Πολλές φορές δε σε κοιτάζουν καν. Κι όταν το
κάνουν, είναι για να σε κρίνουν. Να βρουν κάτι να σε βγάλουν σκάρτο για να
καλύψουν τη δική τους κατάντια.
Βλέπεις, αντί να προσπαθήσουν να γίνουν εκείνοι
καλύτεροι, προσπαθούν να κάνουν εσένα χειρότερο, να σε κατεβάσουν στο επίπεδό τους, κι ακόμα πιο κάτω, ώστε να φαίνεται πως υπερέχουν.
Μην τους κάνεις το χατίρι, σε
παρακαλώ.
Φύγε να γλιτώσεις. Εδώ δε σε σηκώνει το κλίμα. Θ’ αρχίσεις
να ξεθωριάζεις, ν’ αλλάζεις κι είναι κρίμα.
Να χαρείς, φύγε και μην ξαναγυρίσεις ποτέ. Και μην το
μετανιώσεις. Μια μέρα θα καταλάβεις πώς ήταν η καλύτερη επιλογή που είχες και η
σωστότερη απόφαση που πήρες ποτέ.
Άσχημοι όλοι τους, που λες. Σου δίνουν υποσχέσεις κι
ύστερα δεν τις κρατούν. Σου λένε πως θα είναι δίπλα σου και με την πρώτη ευκαιρία εξαφανίζονται. Κι εσύ μένεις ν’ αναρωτιέσαι τι έκανες λάθος. Να στεναχωριέσαι
να πονάς. Μέχρι τη στιγμή που αρχίζεις να συνηθίζεις.
Μέχρι τη στιγμή που τα «αντίο» τους γίνονται πιο πολλά κι
από τα πρόσωπά τους.
Εδώ δε ζούμε παραμυθένια. Εδώ πλάθουμε ψέματα και τα
ντύνουμε γι αλήθειες, ύστερα τα συγκεντρώνουμε όλα μαζί, τα βάζουμε σε συσκευασία δώρου και τα πουλάμε για παραμύθια. Εσύ νόμιζες πως θα ναι σαν τα δικά σας παραμύθια, τις ιστορίες με τους
πρίγκιπες, με την αγάπη, την καλοσύνη κι όλα αυτά, αλλά πάλι λάθος έκανες.
Σκοτάδι παντού, κούκλα μου. Δε θ’ αντέξεις.
Μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη, ένα αμφίβολο βλέμμα
και μια θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.
Να σαι καλά Αλίκη και σ’ ευχαριστώ.
Κι όπως θα φεύγεις, μην κάνεις το λάθος να κοιτάξεις πίσω. Θα σε ξεγελάσουν και θα θες να γυρίσεις πάλι.
Ίσως μια μέρα να τα
ξαναπούμε.
Αντίο.