«Είναι τρελή, σου λέω. Είναι για
δέσιμο! Άκου με, ρε, μιλάω σοβαρά. Είναι τρελή. Το ξέρω, την έχω δει με τα μάτια
μου. Πω-πω, Θεέ μου, είναι θεότρελη!»
«Είναι τρελή. Το ξέρουμε αλλά
όλοι την αγαπάμε κι εσύ, μαλάκα τρελέ, την αγαπάς περισσότερο απ’ όλους».
Σήκωσα το χέρι κι έφερα το βαρύ
γυάλινο ποτήρι της μπίρας κοντά στο στόμα μου. Δεν ήπια αμέσως. Σταμάτησα κι
επεξεργάστηκα αυτά τα λόγια. Ναι,
την αγαπάω πολύ. Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Αλλά, ρε φίλε, είναι τρελή.
Ίσως γι’ αυτό να την αγαπάω τόσο.
Δε θέλω να σκεφτώ ούτε το πώς,
αλλά ούτε και το πότε γνωριστήκαμε. Δε θα σταθώ στο γεγονός ότι ξεκινήσαμε μια
καθαρά φιλική σχέση, μιλώντας ο ένας στον άλλον για τις σχέσεις μας με
ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αλλά ούτε για τις κοινές μας διακοπές. Εκεί
ξεκίνησαν όλα. Εκεί η
επικοινωνία, η χημεία κι η φιλία ενώθηκαν κι άρχισαν τα όργανα.
Μπερδεύτηκα. Δεν ήξερα τί ήθελα
να κάνω. Δεν ήξερα τί ήθελα από κείνη κι ανάθεμά τη, το ήξερε! Ήξερε ότι ήμουν ανίκανος ν’
αποφασίσω πώς την έβλεπα και παρόλα αυτά υπέμεινε. Υπέμεινε σε εμένα και στα
συναισθήματά της για μένα. Είχε,
η άτιμη, συναισθήματα και δε φοβήθηκε να μου τα πει.
Έτσι ήμασταν πάντα. Από την πρώτη
στιγμή ανοίξαμε τα χαρτιά και τη ψυχή μας ο ένας στον άλλο. Μεταξύ μας, της έχω
κάνει μεγάλα χουνέρια που ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι πώς ζω και πώς μου μιλάει.
Είπαμε, είναι τρελή! Ποτέ δεν ξέρεις μ’ εκείνη.
Ακόμα και τώρα, που εγώ είμαι το
ίδιο μαλάκας κι εκείνη το ίδιο τρελή, αναρωτιέμαι γιατί μου μιλάει.
Γιατί κάθε φορά που είμαστε μαζί
δεν ξεκολλάμε ο ένας απ’ τον άλλο. Γιατί με περιμένει ακόμα. Θέλω, κάθε φορά
που τη βλέπω, να την πιάσω απ’ τους ώμους, να την ταρακουνήσω τόσο πολύ και να
της φωνάξω μες στη μούρη «δεν αξίζω όλα αυτά που κάνεις για μένα. Δεν αξίζω να
μ’ αγαπάς και να με νοιάζεσαι. Δεν αξίζω την πίστη και την αφοσίωσή σου». Αλλά
δεν μπορώ!
Δεν μπορώ να φανταστώ τα πράσινα
μάτια της να δακρύζουν, για μία ακόμη φορά, εξαιτίας μου. Δε θέλω να τη
φαντάζομαι μπροστά από έναν υπολογιστή να γράφει σ’ εμένα για μένα. Αδυνατώ να
σταματήσω να σκέφτομαι το χαμόγελό της, τον ήχο της φωνής της, το βλέμμα της,
τα «σ’ αγαπώ» της. Δεν μπορώ χωρίς εκείνη.
Είναι τρελή. Ξέρω ότι αν την
πιάσουν τα διαόλια της, μαύρο φίδι που μας έφαγε όλους. Είναι ικανή να βάλει φωτιά κάπου μ’
ένα και μόνο της βλέμμα αλλά ποτέ δε θα πειράξει άνθρωπο (εκτός αν είμαι εγώ
που θέλει να μου σπάσει το κεφάλι). Μπορεί
να με κάνει να νιώσω σκουπίδι αλλά μέσα της η καρδιά της θα λιώνει.
Απομακρύνετε τα μαχαίρια από δίπλα της κι θα δείτε πως είναι ένα αγγελούδι.
Δε θέλω να τη θεωρώ δεδομένη
γιατί δεν είναι. Απλά έχει μάθει ν’ αγαπάει χωρίς όρους και χωρίς ανταπόκριση.
Έχει μάθει ν’ αγαπάει αληθινά και γι’ αυτό της βγάζω το καπέλο. Δίνει αξία στα
πάντα, ακόμα κι αν δεν το αξίζουν κι εγώ είμαι η ζωντανή απόδειξη.
Γαμώτο, την αγαπάω πολύ. Το
ξέρει. Της το είπα.
Το εννοούσα όμως;
Ο ήχος απ’ το κινητό μ’ επανέφερε
στην πραγματικότητα. Σ’ αυτή
την άθλια παμπ. Μακριά της. Όνομα αποστολέα το δικό της. Κλασική αρχή
μηνύματος. «Γεια σου βάσανο!».
Χαμογέλασα κι ήπια μια γουλιά
μπίρας.
«Ναι, ρε φίλε. Είναι τρελή, αλλά
την αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι. Και το εννοώ. Πάντα το εννοούσα. Και τότε και
τώρα…».