Ντριιιιννν,
Ντρριιιιιννννν
Πλησιάζω
το θυροτηλέφωνο, πατάω το πλήκτρο της κάμερας και διακρίνω τη μορφή ενός
μεσόκοπου άντρα με ιταλικό κασκέτο που κοίταγε λίγο προς τα δεξιά.
Κοιτάει
την πόρτα της πολυκατοικίας σαν να περιμένει να του μιλήσει, ενώ ρίχνει και
κάποιες λοξές ματιές στο θυροτηλέφωνο της εισόδου λες και θα δει την εικόνα μου.
«Παρακαλώ;»
αποκρίνομαι.
«Καλησπέρα
σας, είμαι από τη μεταφορική εταιρία, ήρθαμε λίγο νωρίτερα από την
προκαθορισμένη ώρα»
«Τι
λίγο;» σκέφτομαι, η ώρα είναι 7:30 το πρωί και είχαμε κανονίσει για τις 9:30.
Γέρνω
λίγο το κεφάλι μου, πέρα από τα όρια του τοίχου του μικρού χωλ και κοιτάω τις στοιβαγμένες κούτες.
Λένε
πως οι κούτες μιας μετακόμισης είναι η εικόνα της ζωής σου κι αν κρίνω από αυτό
που αντικρίζω, η ζωή μου πρέπει
να είναι πολύ «φτωχή».
Τρεις-τέσσερις
κούτες κι από αυτές οι δύο είναι μισογεμάτες.
Δε συνήθιζα ποτέ να διαβάζω
λογοτεχνικά βιβλία, οπότε όσο και να ψάξεις, δε θα βρεις ανάκατα βιβλία στριμωγμένα
σε μια κούτα ούτε όμως και μικρά μπιμπελό, βάζα, πιάτα ή ποτήρια.
«Λίγα
και καλά» ήταν πάντα το μότο μου.
Μάλλον
έτσι ήταν κι η ζωή μου. Λίγες επαφές, λίγες σχέσεις, λίγη διασκέδαση, λίγο από
όλα.
Μήπως
ήμουν και εγώ λίγος τελικά; Μήπως δεν αναζήτησα τα πολλά και τελικά κατέληξα με
τα ελάχιστα;
Μια
δουλειά που με κράταγε και δεν την κράταγα, μια σχέση που την κράταγα και δεν
με κράταγε, πολλές ημέρες που με στήριζαν χωρίς να έχω κάτι ιδιαίτερο να τους
προσφέρω.
Μόνο
γέλιο πρόσφερα όσο με θυμάμαι, απλόχερα σε φίλους και γνωστούς.
Αυτό
ήταν το δικό μου «πολύ».
Όχι ότι μου κακόπεφτε, αλλά μου
στοίχισε, ρε φίλε μου.
Χωρίς
να το θες πέφτεις στην παγίδα του, προσφέρεις όλο και πιο πολύ, δίνεις,
αναλώνεσαι και τελικά σου μένει μόνο η θύμηση του γέλιου.
Κατάλαβες;
Η θύμηση μόνο.
Ξυπνάς
ένα πρωί και αντιλαμβάνεσαι πως για εσένα, σε εσένα, δεν έδωσες και πολλά. Πως
όσο απολάμβαναν οι άλλοι ξέχασαν και αυτοί με την σειρά τους να δώσουν.
Όχι
απαραίτητα σκόπιμα, παρασύρθηκαν και αυτοί. Εδώ θα μου πεις παρασύρθηκα εγώ,
αυτοί δεν θα μπερδευτούν;
Σίγουρα
εγώ κάτι έκανα λάθος.
Θες
περίμενα περισσότερο από αυτό που έπρεπε; Θες αφέθηκα λίγο παραπάνω; Ακόμα και
το ότι έλπιζα για κάτι παραπάνω από αυτό που πήρα και αυτό λάθος μπορεί να ήταν.
Φαίνεται
το πράγμα από την αρχή,
πάντα φαίνεται, εμείς είμαστε τυφλοί και ακούμε φωνές και κλείνουμε τα μάτια
και ονειρευόμαστε παραδείσους, πουλιά να κελαηδούν και εξωτικές υπάρξεις να
τρέχουν μαζί μας στην παραλία.
Ξέρεις
κάτι; Νομίζω τελικά πως ήρθε η ώρα να πάρω αυτά που μου αξίζουν.
Όταν
νιώθεις δεμένος και δε λύνονται τα δεσμά που σε κρατάνε πίσω, μόνο ένας τρόπος
υπάρχει να απομακρυνθείς. Τα κόβεις.
Δεν
ήταν βλάκας ο Αλέξανδρος ξέρεις. Κάτι ήξερε που έβγαλε το σπαθί του και τον
έκοψε.
Έτσι
είναι, δεν μπορείς πάντα να προσπαθείς απεγνωσμένα να βρεις τη λύση.
Να
χάνεσαι σε ατέρμονες σκέψεις, σημειώσεις επί σημειώσεων,
σενάρια επί σεναρίων και
τελικά να βρίσκεσαι πάλι στην αρχή.
Του
ρίχνεις μια και το κάνεις δυο κομμάτια και για να είσαι σίγουρος τα δύο
κομμάτια τα κάνεις τέσσερα και ρίχνεις και μια μούντζα πίσω. Έτσι για το γαμώτο.
Για να
πεις ότι κάτι έκανες αλλά να έχεις κάνει πραγματικά.
«Θα τα
αλλάξω,όλα!» λες και γυαλίζει το μάτι σου.
Αυτό
δείχνουν οι κούτες μου, αυτό βλέπω καθώς τις κοιτάζω και όχι αν είναι
μισογεμάτες ή σκισμένες ή πλούσιες σε περιεχόμενο.
Μία
παρτίδα πόκερ είναι η ζωή κι αν δεν αλλάξεις τα άσχημα φύλλα που έχεις θα
μείνεις εκεί να χάνεις διαρκώς.
Όσο
περισσότερα άσχημα φύλλα αλλάξεις, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να
κερδίσεις.
Όλα!
Μπορείς να τα αλλάξεις όλα;
Αυτό θα
κάνω λοιπόν, θα τα αλλάξω όλα.
«Με
ακούτε; Ναι; Κύριε;» με συνεφέρει η νευριασμένη φάτσα του μεταφορέα.
«Ναι,
συγνώμη, αφαιρέθηκα» του απαντάω με ήρεμη τώρα πια φωνή.
«Φύγετε,
δε χρειάζεται να μεταφέρετε τίποτα, δε θα πάρω κάτι μαζί μου, το πιο πολύτιμο
που έχω είμαι εγώ. Εμένα θα πάρετε μόνο. Αν μπορείτε με αφήνετε στα Βριλήσσια, αλλιώς δεν πειράζει, θα
πάρω ένα ταξί. Μόνο εμένα χρειάζομαι. Όλα τα άλλα.... ας με βρουν εκείνα» είπα
και απομακρύνθηκα από την οθόνη του θυροτηλέφωνου.
Με την
άκρη του ματιού μου διέκρινα το
απορημένο βλέμμα του κυριούλη μα κοιτώντας λίγο πιο χαμηλά στο πρόσωπό του είδα
και ένα χαμόγελο. Ήξερε.
Είχε
αρκετά χρόνια στην πλάτη του ώστε να καταλάβει. Η μόνη μας διαφορά ήταν πως το
δικό μου χαμόγελο τώρα, ήταν μεγαλύτερο.