Λένε πως όταν κάνεις σχέδια, ο
Θεός γελάει. Εντάξει, εν προκειμένω σιγά και τα τρελά σχέδια, αλλά όταν έχεις
κανονίσει κάτι και θέλεις πολύ να το κάνεις, ξενερώνεις όταν ακυρώνεται, ειδικά
αν ο λόγος είναι ο καιρός.
Ξυπνάς πουρνό-πουρνό και
φρεσκαδούρα, κάνεις το μπανάκι σου, ετοιμάζεσαι, παίρνεις και την τσαντούλα σου
κι ετοιμάζεσαι να πας εκδρομή. Ξαφνικά, προτού προλάβεις να περάσεις το πόδι
σου από την εξώπορτα ακούς ένα δυνατό μπουμπουνητό που τρομάζει το σκύλο σου
και τον κάνει να τρέχει σαν μωρό στην αγκαλιά σου. Προσπαθείς να τον ηρεμήσεις κι ελπίζεις να μη ρίξει καρέκλες, ειδικά σήμερα!
Δύο ώρες μετά, αφού έχεις
καπνίσει ένα πακέτο τσιγάρα, αφού έχεις πιει τρεις καφέδες κι αφού τα νεύρα σου
έχουν γίνει κρόσσια με τη γαμωβροχή-καταρράκτες του Νιαγάρα-Νώε που είσαι, φέρε
την κιβωτό- που έπιασε, αντιλαμβάνεσαι ότι την έχασες την εκδρομή πατριώτη.
Πακέτο σου, τι να κάνουμε ο Θεούλης είχε κέφια τουντέι.
Εσύ όμως, γνωστός
επίμονος-βλάκας-βαριοκώλης που αποφάσισε μετά από έναν αιώνα να βγει από το
σπίτι του, σήμερα δεν έχεις ουδεμία διάθεση να σαπίσεις μέσα στο σπίτι οπότε
σηκώνεις πλακάτ αντίστασης στην φασιστική βροχή, τη βλέπεις αναρχία και λες
«όχι ρε, εγώ θα βγω!» ε, και βγαίνεις.
Χωρίς ομπρέλα, χωρίς αδιάβροχο,
χωρίς γαλότσες, γιατί είπαμε μυρίζει αναρχία η φάση. Κάνεις το πρώτο βήμα στο
δρόμο, σπλαααατς το τσίμπησες το νερό στο παπουτσάκι. Κάνεις το δεύτερο,
τσουυυπ έφαγες την υπεργαλαξιακή σταγόνα μες στο μάτι, κάνεις το τρίτο (πόσο
χειρότερα μπορεί να πάει) περνάει νταλίκα και σε κάνει παπί από την κορυφή ως
τα νύχια (τελικά είχε και χειρότερα). Νταλίκα ρε φίλε, από το στενό του
σπιτιού σου που ζήτημα είναι να χωράνε τέσσερις άνθρωποι στη σειρά.
Εντάξει το καταλάβαμε, δε σε
θέλει. Αλλά εσύ εκεί, απτόητος. Καταφθάνεις μετά κόπων και βασάνων στον
ηλεκτρικό σταθμό. Κάνεις βουτιά (διότι δεν είναι ένα απλό, λαϊκό βαγόνι αυτό
που μπαίνεις αλλά λίμνη) και δε βρίσκεις θέση, μιλάμε σήμερα είναι η μέρα σου,
αδερφέ!
Περνάς τα επόμενα σαράντα πέντε
λεπτά της ζωής σου όρθιος, μουσκεμένος, σφηνωμένος ανάμεσα σε δεκάδες κόσμο
προσπαθώντας να βγάλεις το έρμα τ’ ακουστικά από την τσέπη σου που έχουν πάθει
ασφυξία. Ναι, σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά ζεις αυτό το μαρτύριο. Δεν έχεις,
λοιπόν, τίποτα καλύτερο να κάνεις από το να παρατηρείς τι συμβαίνει γύρω σου.
Στάση πρώτη: Σκάει η τύπισσα
ξεχασμένη από τις περσινές απόκριες ορ σάμθινγκ με: Πράσινη μίνι φούστα,
κόκκινο αμάνικο μπλουζάκι, κίτρινη μπότα, μπλε τσάντα, ροζ σκιά, μωβ μάσκαρα, μαύρο
κραγιόν και καφέ γούνινο παλτό ανά χείρας. Ντάάάάξει, θα μπορούσε να νομίζει
ότι είναι παπαγάλος ή κάτι τέτοιο, δε γαμιέται.
Κάπου στα εξήντα(!!!) και με
μαλλί αλά γαλάζια λίμνη, νιώθοντας φαμ φατάλ, τινάζει τη γαλάζια χαίτη και έχει
πάρει ύφος Άντζελας Δημητρίου στο ομώνυμο τραγούδι «Κάνε στην άκρη να περάσω»
ενώ παράλληλα έχει ρίξει και δυο τσαντιές στο δύσμοιρο παιδάκι που βρίσκεται
πίσω της.
Στάση δεύτερη: Λαοθάλασσα
εισέρχεται στο καημένο βαγονάκι που έχει στενάξει από το βάρος, ποδοβολητά,
φωνές, σπρωξίματα για το ποιος θα περάσει πρώτος, κάτι «ωνασουγαμήσω φύγε από
τη μέση» ξεπετιούνται γλυκομίλητα από διάφορα χείλη, κάτι τρικλοποδιές
παίζονται ύπουλα κάτω από τα καθίσματα. Κάπως έτσι ωραία περνάμε εμείς στον
ηλεκτρικό, σε λίγο θα ανοίξουμε και σακουλάκια ποπ-κορν και θα στοιχηματίζουμε
ποιος θα κερδίσει στην διεκδίκηση της καρέκλας.
Επόμενη στάση: Μοναστηράκι. Χα!
Από τα αγαπημένα μου. Εδώ είναι η στιγμή που κάθε λογής ανθρωπάκος που θεωρεί
ηλίθιο τον ανθρώπινο νου (και πολύ καλά κάνει βασικά) εισέρχεται στον συρμό ποντάροντας
στο συναίσθημα και ζητώντας μία χείρα βοηθείας. Υπήρχαν οι εποχές που πιστεύαμε
πως πράγματι έχουν ανάγκη και δίναμε ότι μας περίσσευε αλλά γουυυυέιτ, ρε
φιλαράκι.
Μπαίνει ο κουτσός, δίνεις από το
υστέρημά σου. Μπαίνει ο τυφλός, το ξαναδίνεις. Μπαίνει το παιδάκι που πεινάει,
του δίνεις για να πάρει να φάει. Μπαίνει η χήρα με τα παιδάκια που δεν έχει να
ταΐσει, δίνεις κι εκεί τον οβολό σου. Και πάει λέγοντας. Ρε μεγάλε, αν εγώ δώσω
από ένα 50λεπτό στον καθένα, δε σου λέω παραπάνω, θα βγω από το τραίνο πιο ταπί
κι από τον ήδη υπάρχοντα άπορο.
Και το πρόβλημα δεν είναι αυτό,
γιατί είμαστε και φιλάνθρωποι και θέλουμε να βοηθήσουμε προφανώς! Το θέμα είναι
το ψέμα που σου πουλάνε μέσα στη μούρη σου. Ξαφνικά όλη η χώρα γέμισε
«προβληματικούς», ανάπηρους κλπ. Ας είναι..νεεεεξτ.
Επόμενη στάση : Αυτό έγκειται
στην προηγούμενη κατηγορία αλλά το σκηνικό που θέλω να περιγράψω θεωρώ πως
αξίζει μια παράγραφο από μόνο του. Λοιπόν, μπαίνει ο ένας από τους πολλούς που
αναφέραμε προηγουμένως, ζητάει κάτι να φάει γιατί πεινάει. Σου λέει πως σε
περίπτωση που δεν τον πιστεύεις και δε θέλεις να του δώσεις χρήματα δεν έχει
κανένα θέμα γιατί πραγματικά τα χρειάζεται για να τραφεί οπότε θέλει μόνο να
του δώσεις κάτι βρώσιμο. Μένει μέσα στο ίδιο βαγόνι επί οκτώ ολόκληρες στάσεις,
ναι, οκτώ!
Λέει λοιπόν πως είναι διατεθειμένος
να κατέβει ακόμα και στον τερματικό σταθμό αν μπορέσει να του πάρει κάποιος ένα
κουλούρι ή οτιδήποτε. Όσο να ναι σε πείθει, πρώτον διότι κανείς από όλους
αυτούς δε μένει στο ίδιο βαγόνι πάνω από μία στάση, δεύτερον γιατί επιμένει πως
δε θέλει λεφτά.
Εσύ λοιπόν, από την καλή σου την
καρδιά του λες «κατεβαίνω στην επόμενη στάση, έλα μαζί μου να σου πάρω μια
τυρόπιτα από το φούρνο». Και κάπου εκεί έρχεται το απροσδόκητο. «Να κατέβω μαζί
σου για να μου πάρεις τυρόπιτα; Δεν πάω καλύτερα σπίτι μου να φάω φασολάκια;»
σε κοιτάζει με περιπαικτικό ύφος και αποβιβάζεται. Και σε αφήνει μαλάκα.
Φτάνεις κι εσύ στον προορισμό
σου, έχεις αρχίσει να τουρτουρίζεις τόση ώρα βρεγμένος, αρχίζεις τα «αψού» και
τα «γκούχου-γκούχου» κι αντί για βόλτα καταλήγεις με πυρετό και πονόλαιμο εκτός
τόπου και χρόνου στο κρεβάτι του πόνου.
*Μπόνους: Μπαίνει ελεγκτής κι εσύ
μες στον κατακλυσμό δε σκέφτηκες να πάρεις εισιτήριο. Και μέσα στη λαοθάλασσα,
σε ξεχώρισε. Είπε «εγώ διαλέγω
εσένα!»
Σε πλησιάζει, σε τσεκάρει, σου
ζητάει εισιτήριο, δεν έχεις, σου γράφει ένα πολύ ερωτικό ραβασάκι που κοστίζει
μόνο ογδόντα δύο ευρώ, στο χαρίζει, αγνοεί όλους τους υπόλοιπους και φεύγει με
χαμόγελο ηδονής.
Ήταν μόνο μια συνηθισμένη μέρα.