Έχετε ακούσει ποτέ για τους κατεστραμμένους;
Γι᾽ αυτούς τους σκοτεινούς και μυστήριους ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να
τους προσεγγίσεις, πόσο μάλλον να μπεις στην καρδιά τους;
Άκουγα συχνά γι᾽ αυτούς.
Ήταν συνήθως μόνοι στην ζωή, μα περιτριγυρισμένοι από πολλούς. Το χαμόγελό
τους οριοθετούνταν στη δυσδιάκριτη γραμμή μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Το
βλέμμα τους κάθε άλλο παρά καθάριο. Κοιτούσαν τόσο, όσο να μπερδέψουν.
Τις περισσότερες φορές, δε ζητούσαν τίποτε από τον λήπτη. Κάλυπταν
το «εγώ» τους και συνέχιζαν όμορφα και ωραία το βράδυ τους.
Πολλούς τους τρόμαζαν! Τους έδιναν την εντύπωση πως δεν αισθάνονται. Πως η καρδιά τους είναι παγωμένη και φοβούνται να νιώσουν, μήπως τυχόν ζεσταθεί και λιώσει.
Έξυπνοι άνθρωποι με μετρημένα λόγια και περίτεχνες κινήσεις. Δεν ξόδευαν τον χρόνο τους με ανούσιες κουβέντες μήδε αναλώνονταν με τον θαυμασμό που εξέφραζαν διάφοροι για το πρόσωπό τους και κατά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν.
Ο πόνος, ξέρετε, ωριμάζει το μέσα του καθενός. Κι αυτοί οι άνθρωποι, κάποτε κομματιάστηκαν για να γίνουν σε εμάς γνωστοί ως άνιωθοι, που ούτε αυτό τους ενδιαφέρει στην τελική.
Ανήκα στην κατηγορία εκείνων που πάση θυσία ήθελαν να γνωρίσουν έναν ψυχικά κατεστραμμένο. Η σκοτεινή τους πλευρά, μου τους καθιστούσε κατά βάση, δύσκολο στόχο και έπειτα ελκυστικούς.
Άργησα να τον αναγνωρίσω, μα ο μυστήριος τύπος πρόλαβε να με πλησιάσει πρώτος.
Σε πρώτη φάση σκέφτηκα με μία δόση φόβου, μήπως ήμουν σαν και
αυτούς. Μα πριν το επεξεργαστώ, σαν να διάβασε το μυαλό μου, μου είπε το εξής:
«Έλα να πιεις το ποτό σου μαζί μας, εδώ δεν περνάς καλά».
Δεν είχα καταλάβει τι ήθελε να μου πει τότε.
Σύντομα και περιεκτικά κάθε μέρα ερωτευόμουν σιωπηλά κάθε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Σύντομα και περιεκτικά, κάθε μέρα η παγωμένη καρδιά του ζεσταινόταν όλο και πιο πολύ.
Όμως, μια ψυχρή Δευτέρα, το ίδιο σύντομα, εξαφανίστηκε. Ήρθε και πέρασε και άλλη εβδομάδα, μήνας.
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ ούτε τι να κάνω. Με μένα και την περιέργειά μου τα έβαζα. Καλά ήμουν και με τους συνηθισμένους. Με αυτούς που δεν άκουγα την ίδια μουσική, με αυτούς που πάντα ήξερα την επόμενη κίνηση τους, με αυτούς που με κοιτούσαν με ωραίο βλέμμα μεν, αλλά δεν με έβλεπαν.
Καλά δεν ήμουν; Σκατά στα μούτρα
μου ήμουν.
Όχι, όμως. Δε θα κατάφερνε ότι και στις προηγούμενες. Δε θα τον αναζητούσα, δε θα μάθαινε ποτέ ότι έφτυσα χολή με την φυγή του, ότι έπαιρνα αγκαλιά λίτρα αλκοόλ και μεθούσα με την ανάμνηση της μορφής του. Δεν έπρεπε να ξέρει ότι θύμωσα και έβρισα και ότι καταστράφηκα!
Για πολλές εβδομάδες, τριγυρισμένη από πολλούς, να ακολουθούν μονόλογοι τρέλας και να νιώθω μόνη. Έβγαινα, κόζαρα τόσο, όσο, έλεγα και τις ατάκες του και εξαφανιζόμουν. Πλέον δε με ενδιέφερε τι θα σκεφτεί ο καθένας, αν πληγώθηκε και γιατί.
Ώσπου μια αδιάφορη μέρα, συνέβη το απίστευτο. Επέστρεψε ο άσωτος μυστηριώδης εραστής.
Η ματιά του δεν ήταν πια η ίδια, θαρρείς και ξεχείλιζε έρωτα. Τα λόγια του δεν ταίριαζαν με την νηφάλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Μου έκανε γνωστό πως τον άλλαξα. Μου δήλωσε πως η παρουσία μου στη ζωή του, ήταν αναγκαία. Με κατηγόρησε που δε ρώτησα ποτέ γιατί, που δεν απαιτούσα. Με χαρακτήρισε έξυπνη και μου ζήτησε να προσπαθήσουμε.
Εκείνη την στιγμή η καρδιά μου, πάγωσε. Συναισθηματικό κενό.
«Δεν ξέρεις πόσο πόνεσα μέχρι να σε σκοτώσω μέσα μου» είπα μόνο
και εξαφανίστηκα. Με πλήρη γνώση πως θα ταλάνιζε για καιρό η απάντησή μου. Για
έναν περίεργο λόγο, όμως, δε με ένοιαζε.
Έκτοτε δεν ξανάνιωσα.