Ήταν καλοκαίρι όταν σε είδα για
πρώτη φορά. Ήσουν ένα μικρόσωμο, καφέ, ταλαιπωρημένο σκυλάκι, φαινόταν στα
μάτια σου η ταλαιπωρία. Σε είχαν εγκαταλείψει λίγες μέρες πριν κι εσύ
χαμένο δεν ήξερες πού να πας, τι να κάνεις και πώς να επιβιώσεις.
Σε είδα αλλά δε σου έδωσα
ιδιαίτερη σημασία μπορώ να ομολογήσω. Μέρες τριγύριζες και κανένας δε σου έδινε
ούτε ένα ξεροκόμματο ψωμί, είχες αδυνατίσει ανησυχητικά. Όλοι σε έδιωχναν, σε
κλωτσούσαν και σε απειλούσαν να φύγεις. Δεν
ήξερες τι να κάνεις, ήσουν ένα ανυπεράσπιστο πεινασμένο σκυλί που το μόνο που
ζητούσε ήταν λίγο φαγάκι και πολλή αγάπη, αγάπη ναι! Είχες νιώσει άραγε ποτέ
αγάπη;
Ένα πρωινό ήρθες στο κατώφλι μου
ζητώντας μου απελπισμένα συμπόνια. Ήσουν σίγουρος ότι κι εγώ θα σ’ έδιωχνα. Δε
σ’ έδιωξα, δε σε χτύπησα, δε σε κλώτσησα. Μια περίεργη έκφραση είχε σχηματιστεί
στο πρόσωπο σου σαν να μην πίστευες ότι κάποιος σε αποδέχτηκε.
Σου έφερα φαγητό κι ένα μπολάκι
με καθαρό νερό, προσπάθησα να σε αγγίξω αλλά μάταια, δεν μπορούσες να μ’
εμπιστευτείς. Το έβλεπα στα μάτια σου όμως, ήθελες να έρθεις κοντά μου αλλά φοβόσουν.
Φοβόσουν πολύ γιατί κι εγώ ήμουν
άνθρωπος και οι άνθρωποι σου είχαν φερθεί σκάρτα και ελεεινά.
Έφαγες λαίμαργα όλο σου το φαγητό
κι έφυγες τρέχοντας σαν κάποιος να σε κυνηγούσε. Πεινούσες πολύ. Ήσουν
εξαντλημένος .
Ερχόσουν κάθε μέρα στο σπίτι μου
και σε τάιζα αλλά ακόμα δεν μπορούσες να μ’ εμπιστευτείς. Σίγουρα σε είχαν
κακοποιήσει γι αυτό και φοβόσουν. Έπειτα από πολύ καιρό κατάφερα να σε αγγίξω
και να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου. Η καρδιά σου χτυπούσε δυνατά
αλλά ένιωθες ανακούφιση και μια γαληνή.
Σ’ έκανα μπάνιο και σε
περιποιήθηκα. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να σε κρατήσω αλλά ήθελα να σε φροντίσω
και ν’ απαλύνω τις πληγές σου. Σιγά-σιγά
όμως, μετά από πολλά παράπονα και γκρίνιες, έγινες αγαπητός από όλη την
οικογένεια μου και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Σε ονομάσαμε «coffee»
λόγο του χρώματος σου.
Σε αγαπούσαμε πολύ. Είχες
μεταμορφωθεί σ’ ένα ευτυχισμένο και αγέρωχο σκυλί που δε θύμιζε σε τίποτα το
παλιό κακοποιημένο αδέσποτο. Είχες
θεραπευτεί πλήρως, η θεραπεία σου ήταν απλή και το φάρμακο σου ονομαζόταν
«αγάπη». Αγάπη, ναι αγάπη! Κάτι που είχες στερηθεί για καιρό αλλά πλέον το εισέπραττες απλόχερα.
Ήμασταν αχώριστοι για
περίπου δυο χρόνια ώσπου η κακιά του ανθρώπου υπερίσχυσε και πάλι στη ζωή σου. Σε χτύπησαν με αυτοκίνητο και σε
παράτησαν. Το μικρόσωμο κορμάκι σου δεν άντεξε και ξεψύχησε στον αιματοβαμμένο
δρόμο.
Δεν πρόλαβα να σε δω για τελευταία φορά, δεν πρόλαβα να σε
αποχαιρετήσω, δεν πρόλαβα να σου πω ότι ήσουν το σημαντικότερο κομμάτι στη
ζωή μου, δεν πρόλαβα να σου πω πως σ’ αγαπώ. Ούτε νεκρό δεν πρόλαβα να σε αντικρίσω. Κάποιοι
«άνθρωποι» πρόλαβαν να σε μαζέψουν και να σε πετάξουν, δεν ξέρω πού, δεν
έχω το κουράγιο να μάθω.
Ποσό σκληρό είναι αυτό; Ποσό
απάνθρωπο; Ήθελα να σε θάψω στο σπίτι σου, δίπλα στην οικογένεια σου, ήθελα να
νιώθεις ασφαλής δίπλα μας. Ήθελα να σ’ έχω δίπλα μου έστω και νεκρό, να
ερχόμουν κάθε μέρα και να σου μιλάω να σου λέω πως πέρασα, πως ήταν η
μέρα μου και να σου φέρνω τα αγαπημένα σου μπισκοτάκια. Ούτε αυτό δεν άξιζα, σε πέταξαν γιατί θεώρησαν πως ήσουν απλά ένας
σκύλος.
Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή κι
αυτή να γινόταν πραγματικότητα, θα ευχόμουν να ερχόσουν για λίγο πίσω να
βεβαιωνόμουν ότι είσαι καλά και μετά ας ξανά έφευγες.
Μου λείπεις, μου λείπουν οι καθημερινές μας βόλτες, τα χάδια σου,
το ενοχλητικό γάβγισμα σου, η ζητιανιά σου στο τραπέζι καθώς έτρωγα, μου
λείπεις το βράδυ που δεν κοιμόμαστε πλέον μαζί, το καλωσόρισμα σου στην πόρτα,
ακόμα και οι τρίχες σου οι οποίες υπήρχαν ανεξέλεγκτες σε όλο το σπίτι και τα
ρούχα μου. Τώρα τα πάντα μοιάζουν μαύρα .
Έφυγες και με άφησες. Γιατί; Πώς μπόρεσες; Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον ότι θα είμαστε
αχώριστοι για πάντα. Γιατί δεν κράτησες την υπόσχεσή σου; Έτσι κάνουν οι φίλοι;
Δεν κράτησες την υπόσχεση σου αλλά εγώ κακία δε σου κρατώ. Δε θα
σε ξεχάσω ποτέ! Τους καλούς μου φίλους ποτέ δεν τους ξεχνώ. Εκεί στον παράδεισο
που είσαι να προσέχεις, να προσέχεις πολύ και να θυμάσαι ότι μια μέρα θα έρθω
να σε συναντήσω, να συντροφεύουμε ξανά, μαζί παρέα στα πάντα, όπως ήμασταν.
Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω ποτέ,
θα παραμείνεις για πάντα ο καλύτερος μου φίλος που με τα μάτια καταφέραμε να
εξιστορήσουμε χιλιάδες ιστορίες. Τώρα μαθαίνω να ζω με την ανάμνηση σου.
Πρόσεχε με από εκεί ψηλά, μη με ξεχάσεις.
Σ’ αγαπώ, σκύλε μου.
«Ήρθες απότομα στη ζωή μου,
έκανες πανικό κι έφυγες»