Τη λένε Φαίδρα. Ε, Λαίβη Μπρονξ ήθελα να πω (με β
παρακαλώ γιατί έτσι της αρέσει). Έτσι θέλει να τη φωνάζουμε αυτές τις μέρες.
Μάλιστα, όπως κάθε Λαίβη που σέβεται τον εαυτό της, μας έδωσε να μελετήσουμε και
ένα πρωτόκολλο με κανόνες καθωσπρέπει συμπεριφοράς:
Ποτέ μην αντιμιλάτε σε μια Λαίβη.
Μην τη φωνάζετε Φαίδρα. Μόνο μία φορά το χρόνο γιατί ξέρω
ότι θα σας λείψει τα όνομά της.
Πάντα να είστε ευγενικοί με τη Λαίβη.
Να φροντίζετε το ψαράκι της Λαίβης, τον Μπίκι σαν να ήταν
παιδί σας.
Η Λαίβη.
Θα βγει στη γειτονιά με τον αέρα μιας σταρ που παραμένει
όμως ταυτόχρονα και το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Θα χαιρετήσει τη φίλη της τη Μεταξία από το φούρνο, τον Βασίλη απ᾽ την
απέναντι καφετέρια, τον Κωνσταντίνο απ᾽ τα χαρτικά, τη Σταυρούλα από το
φαρμακείο.
Θα πει καλημέρα ακόμη κι αν δεν σε ξέρει λες κι είναι το
πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο γιατί, όπως λέει, οι άνθρωποι χαμογελάνε όταν τους
μιλάς.
Θα σου χαρίσει τα σπάνια διαμάντια της κι ας είναι αυτά
που την κάνουν πλούσια. Αν σε δει στεναχωρημένο θα σου κάνει μια ζωγραφιά που
έχει τη μαγική ιδιότητα να εξαφανίζει τη λύπη. Θα χαρίσει στο προσφυγόπουλο από
τη Συρία το αγαπημένο της αρκουδάκι χωρίς δισταγμό, γιατί σίγουρα το έχει
μεγαλύτερη ανάγκη από εκείνη, έτσι ταλαιπωρημένο που φαίνεται. Λογικά δεν θα
πρόλαβε να πάρει το δικό του και θα θέλει παρέα τις νύχτες που θα κοιμάται στο
δρόμο.
Είναι μόνο έξι χρονών, όμως έχει μια στάση ζωής που
σπάνια συναντάς σε μεγαλύτερους. Θα δώσει απλόχερα πράγματα και συναισθήματα,
με την ίδια φυσικότητα που εμείς κρίνουμε τα πάντα με ζύγι το όφελος που
πρόκειται να αποκομίσουμε.
Πόσο ειρωνικό! Ένα παιδί να διαθέτει μεγαλύτερη σοφία απ’
όλους εμάς τους σπουδαγμένους με τα κορνιζαρισμένα πτυχία, που τα μοστράρουμε
με κάθε ευκαιρία, ως απτή απόδειξη της αναντίλεκτης γνώσης μας επί παντός του επιστητού.
Εμάς, που έχουμε φάει τη ζωή με το κουτάλι και οι ρυτίδες
έχουν αρχίσει να χαράσσουν τα πρώτα επιβεβαιωτικά σημάδια πείρας στο πρόσωπό
μας. Εμάς που τα ξέρουμε όλα επειδή είμαστε μορφωμένοι και μεγάλοι.
Ε, λοιπόν, τίποτα δεν ξέρουμε. Γιατί η παιδεία δεν
απορρέει απαραίτητα από τη μόρφωση και ο εξανθρωπισμός δε διδάσκεται στα
πανεπιστήμια.
Το να λέγεσαι άνθρωπος, προϋποθέτει να βλέπεις τον κόσμο
μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Οι σχέσεις δεν είναι πάντα δούναι και
λαβείν και μερικές φορές-ιδανικά περισσότερες -οι πράξεις σου πρέπει να είναι
ανιδιοτελείς.
Σου μαθαίνουν από μικρό πως πρέπει να σπουδάσεις (ιδανικά
στην ονειρεμένη σχολή που επέλεξαν οι γονείς σου για σένα), έπειτα να βρεις μια
καλή δουλειά κι ένα καλό παιδί να βολευτείς, διαφορετικά δεν είσαι αρκετά καλός
στα μάτια της καθωσπρέπει και πάντα επικριτικής κοινωνίας.
Κανείς, όμως, δε σου μαθαίνει πως πρέπει ν’ αγαπάς με την
αφέλεια ενός μικρού παιδιού, με τον ίδιο στόμφο που διατυμπανίζει τη λίστα με
όλα τα προαναφερθέντα και πως η συναισθηματική πληρότητα δεν πάει πακέτο με τον
υλικό ευδαιμονισμό.
Πασχίζεις συνεχώς να καλλιεργήσεις το σώμα και το πνεύμα
σου, μα για την ψυχή σου ούτε λόγος. Αδιαφορείς παγερά για τα προβλήματα των
άλλων, γιατί ποιο το προσωπικό σου όφελος αν δαπανήσεις τον πολύτιμο χρόνο σου
για να βοηθήσεις;
Κι όταν βρεθείς εσύ στη δύσκολη θέση, αναρωτιέσαι πού
πήγε ο αλτρουισμός και άλλα τέτοια ωραία φιλοσοφικά και τα ποστάρεις όλο καμάρι
στο facebook, γιατί εσύ φυσικά είσαι διαφορετικός... Μόνο που τώρα είσαι εσύ
που έχεις την ανάγκη.
Μα κανείς δεν είναι εδώ για να νοιαστεί για σένα!
Στηλιτεύεις τη σάπια κοινωνία που ζεις, όμως αναρωτήσου, πότε ήταν η τελευταία
φορά που έδωσες σε κάποιον κάτι, που ίσως δεν είχε τίποτα να σου δώσει πίσω;
Για να αλλάξει ο κόσμος δε χρειάζονται μεγαλεπήβολα
σχέδια και περίτεχνες πολιτικές. Άνθρωποι χρειάζεται να ξαναγίνουμε γιατί στην
πορεία το ξεχάσαμε. Κι αν κάπου συναντήσουμε κάποιον τέτοιον θα γελάσουμε και
θα πούμε πόσο αφελής είναι, πόσο μαλθακός που αφήνει τους άλλους να τον
εκμεταλλεύονται σε μια κοινωνία που μας έχει μάθει πως μόνο ο πιο σκληρός επιβιώνει.
«Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις», γράφει ο Λέο
Μπουσκάλια στο ομώνυμο έργο του και στη σημερινή κρίση των αξιών, κάτι τέτοιο
μοιάζει να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
«Ὡς χαρίεν ἄνθρωπος,
ὅταν ἄνθρωπος ᾖ», αναφωνίζω σαν κάτι ψυχάκηδες φιλόλογους που ʼχουν τα ρητά των
αρχαίων ημών προγόνων στο τσεπάκι τους.
«Τι σημαίνει αυτό ξαδερφούλα»; με ρωτάει η Φαίδρα με
μάτια ορθάνοιχτα και διψασμένα για γνώση.
«Αυτό το ξέρεις καλύτερα από ʼμένα», της απαντάω.
Μου χαμογελάει, μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο κι ύστερα
μου χαρίζει το νέο της εικονογραφημένο βιβλίο με τίτλο: «Η πριγκίπισσα και το
γουρουνάκι».