Μετρούσα λίγες μέρες στο
καινούργιο μου σπίτι. Άλλη πόλη, άλλη δουλειά, δικό μου σπίτι, καινούργια ζωή,
έτσι;
Πατούσα στα δικά μου πόδια κι εσύ
δεν είχες καμία θέση στο νέο μου ξεκίνημα.
Γεμάτη ενθουσιασμό, έσκυψα να
μετακινήσω κάτι τελευταίες κούτες που μου στένευαν τον διάδρομο. Μα πού
βρέθηκες εκεί, αναθεματισμένε ; Γεμάτος σκόνη, τσαλακωμένος κι εγώ στέκω δίπλα
σου με ένα πλατύ χαμόγελο.
Κάπου πρέπει να σε βολέψω. Από
ποια κούτα να ξέφυγες άραγε ;
Άνοιξα τις κούτες με μανία να
προλάβω γρήγορα να σε θάψω, πριν προλάβει η ανάμνησή σου να ξεθάψει από μέσα
μου ότι με πείσμα κρύβω. Μα δεν κατάφερα να σταθώ αδιάφορη κρατώντας την
φωτογραφία στα χέρια μου.
Ήταν η πρώτη μας αυθόρμητη! Εσύ
κάτι μου λες-που λίγο ακόμη να την κοιτάξω θα το θυμηθώ και αυτό- και εγώ
γελάω. Ορίστε, ρε ηλίθιε, η απόδειξη ότι δεν μπορούσα να σου θυμώσω.
Η κούτα μέσα είχε πολλές στιγμές
μας. Δεν είχα σκοπό να γράψω για σένα ξανά μα, βλέπεις, έπεσε στα χέρια μου
αυτή η φωτογραφία και άρχισαν οι θύμισες να χορεύουν στο κεφάλι μου.
Όσο περνούσε η ώρα, άρχισα να μας
βάζω σε μία σειρά και ξαναζούσα τα γεγονότα από την αρχή. Με το ίδιο σθένος, με
την ίδια λαχτάρα και συναίσθημα.
Πόσο περίεργο, μία φωτογραφία να
με κάνει να καταλάβω ότι μου λείπεις.
Κρατήσαμε την ιστορία μας στοιβαγμένη
σε κλικ της σειράς. Συναισθήματα χωρίς φίλτρα, χρώματα ζωντανά και χαμόγελα
αληθινά.
Στις φωτογραφίες μας τα μάτια μας
θα είναι για πάντα ανοιχτά, να τις κοιτάμε και να νιώθουμε την επαφή με εκείνο
το συναίσθημα της λήψης. Θα τις έχουμε για κάτι τέτοιες περίεργες ώρες που δεν
μπορώ να σε κοιτάξω , αλλά σε κρατάω στα χέρια μου και με κοιτάς εσύ!
Μου είναι αδύνατον να σου εξηγήσω
τι έπαθα σήμερα με την τυχαία συνάντησή μας !
Σε όλες μας τις φωτογραφίες
χαμογελάμε, είμαστε αγκαλιά, αντανακλάται το εύρος των συναισθημάτων μας τότε.
Τότε που τα μάτια μας χαμογελούσαν και αυτά και δεν τα ενοχλούσε κανένα φλας.
Τότε που η ζωή μας ήταν μόνο πόζες και κλικ.
Κι εσύ, αθεόφοβε, μια μέρα
γέμισες όλες τις φωτογραφίες με γκρι χρώμα και έβαλες δίπλα σου μία σκιά.
Εκείνη η χαμογελαστή φιγούρα που ταίριαζε τόσο δίπλα σου, καταστράφηκε.
Τουλάχιστον να ήξερα αν έμεινα στα κλικ των ματιών σου με εκείνη την
ανεμελιά.
Αποθανατίσαμε πολλές στιγμές. «Να'
χουμε να θυμόμαστε», λέγαμε, σαν να ήμασταν σίγουροι πως κάποτε θα
τελειώσει.
Τέρμα! Θα σε ξεσκονίσω από το
χαρτί αλλά θα σε βάλω πίσω στο σεντούκι σου. Αρκετά με φόρτισες και
σήμερα. Πάνω που είχα πει πως δε θέλω να ακούσω τίποτα πια για σένα. Πότε πήγε
3; Τον έχασα τον ύπνο μου και απόψε. Πάλι θα με πουν ξενυχτισμένη στη δουλειά.
Κι εγώ τι να τους πω! Ας σε χαζέψω λίγο ακόμη. Πριν σε κλειδώσω σε γωνίες να
σκονίζεσαι!
Μα εσύ πότε θα μου ξεθωριάσεις
;
Όλα τα είχαμε συμφωνημένα. Πριν
βρεθεί αυτή η καταραμένη φωτογραφία να γεμίσει τον σκληρό μου δίσκο με φιλιά,
αγκαλιές, χαμόγελα, έρωτα.
Ξεχάστηκα στα μάτια σου και
χάθηκα στις αναμνήσεις. Τώρα ήμουν σίγουρη πως μαζί σου τράβηξα τις πιο όμορφες
φωτογραφίες μου. Κι ας μη χωρούσε τόση ευτυχία σε ένα χαρτί.
Πέρασε καιρός, όμως, από τότε. Δε
θα μπορέσω να ξαναπεράσω άλλο τέτοιο βράδυ. Τώρα δεν αντέχω το φλας, χωρίς
φίλτρο δεν έχουν χρώματα οι φωτογραφίες μου και το χαμόγελο απουσιάζει.
Έτσι που μʾ έπιασαν και τα
σεκλέτια μου, μωρό μου, άντε στο διάολο και θα φροντίσω να μη σε θυμίσει τίποτε
άλλο τυχαία. Με εκείνο το αναπτηράκι που μου είχες χαρίσει και το φύλαγα απόψε
θα σε κάνω στάχτη ενώ θα καρφώσω το βλέμμα μου στα μάτια σου.
Στάχτη οι στιγμές μας, μονόχνοτες
και γκρίζες που τις παρέσυρε το αεράκι.. Ένα αεράκι ήταν ικανό να με κάνει να
σε απομακρύνω, μολυσματική επί χρόνια ουσία.
Με ένα κλικ, αποθανάτισα τον
εξορκισμό μου. Κρατώ για μένα αυτή τη φωτογραφία. Έτσι θα σε θυμάμαι.
Μουντό, δειλό, κατεστραμμένο, όπου φυσάει ο άνεμος.
Κράτα τις αγκαλιές μου για
προσάναμμα!