Πώς γίναμε έτσι; Εμείς που λέγαμε πως θα
αντέξουμε! Πως δε θα βαλτώναμε και πως θα πηγαίναμε αυτή τη σχέση ένα βήμα πιο
πέρα. Που υποσχόμασταν ο ένας στον άλλον πως τίποτα δεν είναι αρκετά κοντά μας,
όσο εμείς οι δύο.
Τι απέγιναν τα γέλια και οι χαρές
μας; Πού είναι η ζωή που κάποτε υπήρχε μέσα σε αυτό το σπίτι; Πού είσαι εσύ και
πού εγώ;
Εγώ αναπνέω επειδή πρέπει. Από
την ημέρα της φυγής σου, άλλαξα. Έγινα διάφανη, σχεδόν άυλη. Κι αυτό που έμεινε,
ήταν μερικές εικόνες, μια μυρωδιά και ένα τσιγάρο. Νομίζω πως η μυρωδιά δεν
είναι καθαρά δική μου. Είναι και δική σου.
Ύστερα από τόσο καιρό και το τόσο
«μαζί», ξέχασα πια τι είναι δικό μου και τι όχι. Για σκέψου! Τόσο πολύ δεμένοι
ήμασταν που κατάπιαμε ο ένας τον άλλον χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι.
Αφομοιωθήκαμε από την ύλη μας και
ξεχάσαμε απ᾽ έξω αυτό το «εγώ» του καθενός που πάντα υπάρχει, είτε ενεργό, είτε
όχι. Εγώ συνεχίζω τη ζωή μου, με τη διαφορά όμως πως μόνο τη συνεχίζω, δεν την
απολαμβάνω.
Αυτό είναι ένα προνόμιο που, από
δική μου αφέλεια, είχα μόνο μαζί σου. Και λέω αφέλεια, επειδή μου πήρε καιρό να
καταλάβω πως αυτό που με πείραξε περισσότερο απ᾽ όλα δεν ήταν το γεγονός πως
έφυγες, αλλά ότι με έβγαλες ψεύτρα στον ίδιο μου τον εαυτό. Το ότι έπεσα έξω
ακόμη και με σένα.
Εκείνο το βράδυ που έφυγες, νομίζω
πως ήταν και το τελευταίο που ένιωσα. Άκουσα το «κρακ» στα αυτιά μου κι ύστερα
είδα την ψυχή μου σε μικροσκοπικά λαμπερά κομματάκια και το είδωλό μου στον
καθρέφτη του σαλονιού να μου γελάει χαιρέκακα. Μου φάνηκε πως είδα κάποια από
τα πορτραίτα μας να χαίρονται, επειδή δε θα θαυμάσουν την εξέλιξη του εαυτού
τους.
Πόσο θέλω να μάθω νέα σου. Να
μάθω για τη ζωή σου. Αλλά ας μη κρυβόμαστε! Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η μία
και μοναδική ερώτηση: Γιατί;
Τον λόγο θέλω που έφυγες σαν το
κλέφτη χωρίς ένα τελευταίο αντίο, προς τιμήν όλων όσων ζήσαμε. Αυτό τον λόγο
που σε έκανε φυγά, από τη ζωή μας, το σπίτι μας, τα συναισθήματά μας.
Ίσως πάλι να ήμουν εγώ η αιτία κι
όχι κάτι σημαντικότερο. Μπορεί να σε κούρασα με όλες αυτές τις όμορφες,
καλοστολισμένες εικόνες που μας έφτιαχνα. Απ᾽ την άλλη μπορεί να σε κούρασε και
η τόση αισιοδοξία μου για ό,τι περιστρεφόταν γύρω από εμάς.
Ήσουν άνθρωπος ανέκαθεν
απαισιόδοξος σε τέτοιο βαθμό, που ένας ξένος θα σε περιέγραφε και μισαλλόδοξο.
Ήμασταν σαν τη φιλοσοφία του άσπρου-μαύρου. Εγώ η ευτυχής, η καλή με όλους, η
θετικά ορμώμενη στα πράγματα κι εσύ ο κυνικός, ο ρεαλιστής και ο άνευ ονείρων.
Με την άρνηση, όμως, μωρό μου
κανένας άνθρωπος δεν πήγε μπροστά και δεν έκανε πράγματα.
Αρχίζω να πιστεύω πως ίσως να το
έκανες και επίτηδες για να είμαι εγώ αυτή που θα φύγει πρώτη, για να φανώ εγώ
χωρίς αντοχές. Κι όταν είδες πως για καθετί που μου παρουσίαζες ως πρόβλημα,
έβλεπα πάντα τη θετική του πλευρά, κατάλαβες πως σίγουρα ο νικητής δε θα ήσουν
εσύ.
Προτίμησες, λοιπόν, να φύγεις
νύχτα, στην κυριολεξία, με την ψυχή στα πόδια για να μη δει κανένας την ήττα
σου. Γιατί η νύχτα ναι μεν σκεπάζει τα πάντα, αλλά σαν ξημερώσει όλα βγαίνουν
στη φόρα.
Δε σου θυμώνω που έφυγες. Με μένα
θυμώνω που πίστεψα πάλι στη φάρα του ανθρώπινου είδους. Που πίστεψα πως βρήκα
άλλον έναν όμοιο με μένα. Ούτε μπορώ να πω πως στενοχωρήθηκα ιδιαίτερα.
Στενοχωριέται αυτός που έχει δει κάτι, που ελπίζει. Κι εγώ καλώς η κακώς το
μόνο που έβλεπα ήταν σκόνη. Αυτή της φυγής σου.
Την είχα δει πριν την κάνεις,
αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω από πού προερχόταν μέχρι που έφυγες κι εκεί
κατάλαβα. Το παζλ της ζωής μας είχε πλέον ολοκληρωθεί και κρεμαστεί στο τοίχο,
σαν ένα όμορφο κάδρο, όπως όλα αυτά στο σαλόνι μας, έτοιμο να το φάει κι αυτό η
σκόνη.
Κρεμάστηκε κι έμεινα να το
κοιτάζω. Άλλοτε χαμογελάω, άλλοτε με πιάνει θλίψη κι άλλοτε πάλι χαίρομαι που
κατάφερα να το ολοκληρώσω και αυτό. Βλέπεις φημιζόμουν για τη τάση μου να αφήνω
πράγματα και καταστάσεις μισά και ελλιπή. Μισό πτυχίο, ελλιπή αγγλικά, μισή
ψυχή, ελλιπή ζωή και συναισθήματα.
Όχι μωρό μου, αυτή τη φορά το
ολοκλήρωσα. Το έφτασα μέχρι το τέλος κι ας άργησα. Και καμαρώνω που το έκανα
μόνη μου. Μόνη μου ξεκίνησα, μόνη μου σε κέρδισα, μόνη μου σε έφτιαξα και μόνη
μου σε άφησα να φύγεις.