Διακοπές στη Λευκάδα. Πόρτο
Κατσίκι. Ο ουρανός καταγάλανος, η θάλασσα κρύσταλλο, ο ήλιος να μου καίει το
πρόσωπο κι ο βράχος επιβλητικός από πάνω. Μια από εκείνες τις στιγμές για τις
οποίες δεν υπάρχουν λέξεις αρκετές να την περιγράψουν.
Μία τέλεια εικόνα, μια μαγεία,
από εκείνες που οι διαφημιστές χρησιμοποιούν για τα ταξιδιωτικά φυλλάδια κι οι
ποιητές για τις δημιουργίες τους.
Μια από εκείνες τις στιγμές που
νιώθεις την απόλυτη ευτυχία, που το μυαλό σου αδειάζει τελείως και δεν υπάρχει
τίποτα άλλο παρά μόνο εσύ. Εσύ που είσαι χαρούμενος, εσύ που είσαι ασταμάτητος,
εσύ που μπορείς.
Δεν είμαστε κάθε μέρα σε τέτοιες
στιγμές, όμως.
Όσο μεγαλώνεις, τόσο δέχεσαι πως
η ζωή είναι παράξενη, άδικη, ανεξήγητη πολλές φορές, αλλά, ευτυχώς, τώρα που
πέρασες διάφορα καταφέρνεις σιγά-σιγά και να το αντιμετωπίζεις καλύτερα. Όχι να
το δεχτείς χωρίς συζήτηση, όχι να γίνεις μεμψίμοιρος και να πάψεις να παλεύεις
γι αυτό που πιστεύεις, αλλά να υπολογίζεις καλύτερα πού και πώς να διοχετεύεις
το θυμό σου.
Ξέρεις πως η δουλειά, η κίνηση
στην Κατεχάκη, το σπίτι, τα οικονομικά, μια παρεξήγηση με μια φίλη (δεν
τσακώνονται μόνο τα παιδιά του Δημοτικού) θα σε γονατίσουν, αλλά πρέπει κάπως
να βρεις τη δύναμη να σηκωθείς. Δεν έχεις πια την πολυτέλεια να κάθεσαι μερόνυχτα
με τις πιτζάμες και να τρως πατατάκια βλέποντας ταινίες ή να γίνεσαι λιώμα στα
μπαρ.
Ξέρεις, κατά βάθος, ότι κάθε φορά
που κάτι σε παίρνει από κάτω, κάθε φορά που η ζωή σε χτυπάει και σε ρίχνει
κάτω, θα σηκωθείς. Όχι γιατί είσαι ο Σούπερμαν αλλά γιατί πρέπει να ντύσεις την
κόρη σου να πάει σχολείο, γιατί πρέπει να μαγειρέψεις και να πας φαγητό στους
ηλικιωμένους γονείς σου που εξαρτώνται από σένα, γιατί δε γίνεται να κλείσεις
το μαγαζί...
Είναι συχνά οι υποχρεώσεις μας που μας κρατάνε στα λογικά μας, που
μας κάνουν να σηκωθούμε από το κρεβάτι και να κάνουμε αυτά που πρέπει να
κάνουμε.
Έχεις καταλάβει, λοιπόν, ότι τα
«πρέπει» συχνά υπερισχύουν των «θέλω», αλλά τι γίνεται εκείνη τη σκοτεινή
στιγμή που όλα σου φαίνονται μαύρα και άραχνα και δε βλέπεις όχι μόνο το φως
στην άκρη του τούνελ, αλλά σου κόβεται και ο αέρας μέσα στο τούνελ;
Εκείνη τη στιγμή που η αποτυχία,
η ερωτική απογοήτευση, αυτό που σε στενοχωρεί σε τραβάει προς τα κάτω και
νιώθεις το σώμα σου κυριολεκτικά ασήκωτο, τις στιγμές που το βάρος στο στήθος
σου δε σε αφήνει να αναπνεύσεις, τη στιγμή που το δωμάτιο γύρω σου γίνεται
τεράστιο και άδειο και εσύ χάνεσαι μέσα του ή μικροσκοπικό και μίζερο και δε σε
χωράει;
Όταν είμαστε καλά, μπορούμε με τη
λογική, τη σοφία της εμπειρίας μας, τη βοήθεια της ρουτίνας μας να δούμε λογικά
κάποιες καταστάσεις, να σταθμίσουμε τους διάφορους παράγοντες και να
προχωρήσουμε μπροστά.
Όταν είμαστε μέσα στο κέντρο της
δίνης, όμως, κάθε ίχνος λογικής χάνεται, γινόμαστε παράλογοι, υπερβολικοί, ίσως
άδικοι. Μεγαλοποιούμε ακόμα περισσότερο καταστάσεις, ξεσπάμε στους γύρω μας,
χάνουμε το μέτρο και την ουσία των πραγμάτων.
Δε φταίμε. Είναι δύσκολο να
μείνεις σταθερός και λογικός και να δεις τα πράγματα από τη σωστή οπτική γωνία
όταν νιώθεις ότι είσαι στο μάτι του κυκλώνα. Αν είσαι τυχερός και έχεις φίλους
δίπλα σου ίσως τα καταφέρεις καλύτερα, ίσως βγεις από τη δίνη πιο νωρίς.
Πρέπει, όμως, να μάθεις να χειρίζεσαι τον πόνο σου και μόνος σου.
Πώς; Με το να είσαι
προετοιμασμένος. Όχι, δεν εννοώ να περιμένεις το χειρότερο (την απόλυση, την
ερωτική απογοήτευση, το θάνατο κάποιου) -άμα ζεις έτσι τη ζωή σου, στην ουσία
δεν τη ζεις. Να είμαστε αιώνια ρεαλιστές, ναι, να είμαστε αιώνια δυστυχισμένοι,
όχι!
Μια φίλη μου έχει μια τεράστια
συλλογή από ελεφαντάκια. Σαπουνάκια, μπιμπελό, πλαστικά, μαρμάρινα... Όταν όλα
είναι μαύρα, κάθεται και «παίζει» με τα ελεφαντάκια. Τους αλλάζει θέση, τα
ξεσκονίζει. Δεν είναι τόσο γελοίο όσο ακούγεται.
Καταρχάς, κάνοντας κάτι, όταν
νιώθει τελείως «χαμένη», τη βοηθάει να συγκεντρωθεί.
Δεύτερον, η συλλογή αποτελείται
από κομμάτια που αγόρασε σε μακρινά ταξίδια, δώρα φίλων (ακόμη και πρώην),
δημιουργίες δικές της και φίλων της. Κάθε ελεφαντάκι την ταξιδεύει σε μια
καλύτερη στιγμή, σε μια πιο χαρούμενη ώρα, κάθε ελεφαντάκι έχει τη δική του
χαρούμενη ιστορία που την κάνει, στο τέλος, να χαμογελά.
Εγώ πάω πάντα στη στιγμούλα μου
στη Λευκάδα. Η ανάμνηση αυτής της απόλυτης ευτυχίας, εκείνος ο ήλιος που πιο
όμορφο και πιο γλυκό δεν έχω ξαναδεί, πάντα με κάνει να χαμογελώ, ότι και να
γίνεται.
Φυσικά υπάρχουν άλλες υπέροχες
στιγμές, π.χ. η γέννηση του παιδιού μου, η πρώτη του αγκαλιά. Όλες αυτές οι
στιγμούλες είναι εκεί σε ένα ντουλάπι και είναι η σοκολάτα μου, το τσιρότο μου,
η πατερίτσα μου, όταν όλα φαίνονται βαριά και ασήκωτα.
Τίποτα από αυτά δε «λύνει» ένα
πρόβλημα. Ίσως, μάλιστα, σκεφτείς, ότι είναι χειρότερα. Θυμάσαι «περασμένα
μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις». Το καταλαβαίνω.
Αν όμως από εκείνες τις φωτεινές
στιγμές που έζησες, καταφέρεις να κρατήσεις λίγο από το φως, την ανάμνηση του
πώς ένιωθες, τη δύναμη του γέλιου και της αισιοδοξίας σου, μπορεί να σε
βοηθήσουν, όχι να λύσεις τα προβλήματα σου, αλλά να βγεις από τη μαυρίλα ώστε
να βρεις τη δύναμη να αρχίσεις να λύνεις τα προβλήματά σου.
Βρες τη Λευκάδα σου, βρες το
ελεφαντάκι σου, βρες τη στιγμούλα σου, βρες την ηρεμία και το μέρος που θα σε
κάνει να μπορέσεις και πάλι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη που έχεις μέσα σου.