Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε ωστόσο η
απορία παραμένει. Ποτέ δεν κατάλαβες γιατί τη λένε «Μεγάλη» αφού έχει μόνο εφτά
μέρες όπως και οι υπόλοιπες 51 εβδομάδες του χρόνου.
Παρ᾽ όλα αυτά είναι συνδεδεμένη
με πολλά πράγματα. Είναι συνδεδεμένη με νηστεία. Με πίστη. Με έθιμα 2000
χρόνων. Αυτά σκεφτόσουν όταν περπατούσες στο δρόμο Μ. Δευτέρα απόγευμα και
έβλεπες τον κόσμο να μετρά τις μέρες και τις ώρες για να πάρουν την άδεια του
Πάσχα, εκτός βέβαια από τους δημοσίους υπαλλήλους που την είχαν
πάρει από τα Χριστούγεννα.
Πάντοτε σου προκαλούσαν εντύπωση
αυτές οι ημέρες. Επειδή συνδέονται άμεσα με την άνοιξη και τις διακοπές, συνοδεύονται
από μεγαλύτερη αισιοδοξία από όλους.
Τώρα βέβαια πώς γίνεται να έχεις
αισιοδοξία, όταν χαίρεσαι επειδή από την Ανάσταση και μετά απλά θα τρως σαν ζώο
δεν μπορείς να το καταλάβεις. Δυστυχώς είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από το τι
πιστεύει απλά κάποιος.
Αυτός που πιστεύει σε κάτι θα
έπρεπε να πιστεύει όλο το χρόνο. Η πίστη δίνει δύναμη στον άνθρωπο που συχνά με
τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, αισθάνεται μοναξιά και απροστάτευτος. Εκεί
βρίσκει μια διέξοδο.
Δεν έχει να κάνει με το αν είναι
χριστιανός, μουσουλμάνος ή βουδιστής. Το τι είσαι και τι πίστη ακολουθείς, έχει
να κάνει ξεκάθαρα με τους γονείς σου και με τη χώρα στην οποία γεννήθηκες. Άλλο
η πίστη, η λατρεία κι άλλο η τυπολατρία.
Η τυπολατρία είναι συνώνυμο της
υποκρισίας. Είναι όταν η μάνα με τα τρία παιδιά τα διαολοστέλνει όλη μέρα για
τις δουλειές που κάνουν στο σπίτι, αλλά παράλληλα όταν περνούν μπροστά από
εκκλησία τα αναγκάζει να κάνουν το σταυρό τους, ή τους έχει μάθει από μικρή
ηλικία ότι έτσι πρέπει να κάνουν.
Τυπολατρία είναι όταν αυτή που
είναι τώρα 75 θυμήθηκε ξαφνικά τον Χριστό και την Παναγία, ενώ η ζωή της ήταν
γεμάτη από ρωμαϊκά όργια (τα οποία κόπηκαν αναγκαστικά λόγω ηλικίας), με αποτέλεσμα
να είναι πλέον μέσα στις εκκλησίες κάθε μέρα, ακόμα και όταν είναι κλειστές.
Πόσο φαρισαϊκό είναι ο άλλος να επιθυμεί το κακό του άλλου κι όχι την ευημερία και την ευτυχία, αλλά όταν μπει
μέσα στο ναό θα κάνει σταυρούς και μετάνοιες από πάνω μέχρι κάτω, προκειμένου
να τον δουν και να τον θαυμάσουν ακόμα και τα καντήλια αναφωνώντας: «Τι καλός
πιστός».
Η θρησκεία και η λατρεία μιας
ανώτερης οντότητας δε θα έπρεπε να αποτελεί υποχρέωση. Δε θα έπρεπε να
αντιτίθεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Αν ο ίδιος ο άνθρωπος για τον
εξαγνισμό του και για την αποτοξίνωση δε θέλει να κάνει νηστεία, δε θα έπρεπε
να τον υποχρεώνουν ένα μάτσο μουσοφόροι με 35 κιλά χρυσό πάνω τους και σύμβολα
μιας πίστης -με την οποία κανείς τους δεν έχει σχέση ουσιαστική.
Το να πιστεύεις σε κάτι που σου
προσφέρει ανακούφιση από τα βάρη της καθημερινότητας, το να προσεύχεσαι για να
γίνει καλά το άρρωστο παιδί σου χωρίς όμως να ενοχλείς τον διπλανό σου, είναι
θεμιτό.
Το να έχεις όμως άρρωστο το παιδί
σου, να μην το πας στο γιατρό, αλλά να το κάνεις τάμα στον τάδε άγιο χωρίς να
πας να το εξετάσει κάποιος που κατέχει την ιατρική επιστήμη, ενώ παράλληλα
κατακρίνεις τον διπλανό σου γιατί δεν το κάνει, δείχνει νοημοσύνη
αμοιβάδας. Και πάνω σε τέτοιες νοημοσύνες στηρίζεται η ύπαρξη της πλειονότητας
των θρησκειών παγκοσμίως.
Ο άνθρωπος είχε πάντα την ανάγκη
να ανήκει κάπου και να αισθάνεται πως μια ανώτερη δύναμη τον προστατεύει είτε
λέγεται Χριστός, είτε Αλλάχ, είτε Βούδας.
Το πώς όμως θα διαχειριστεί τη
δυνατότητά του να ενταχθεί σε μια πίστη και σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, είναι
κάτι που θα έπρεπε να έγκειται πάνω από όλα στην ελεύθερη βούλησή του και στη
δυνατότητα κριτικής σκέψης του.
Δεν είναι τυχαίο πως οι
περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους όταν
αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες ασθένειες και το προχωρημένο γήρας, καθώς
τότε έχεις ζήσει τη ζωή σου και το πιο εύκολο για να αισθανθείς καλύτερα είναι
να ζητήσεις συγχώρεση από μια θρησκεία η οποία -θεωρητικά πάντα- στην προσφέρει
απλόχερα.
Ο άνθρωπος έχει την ανασφάλεια
ότι είναι μόνος του στο σύμπαν παρόλο που περιβάλλεται από περίπου 6,5 δις
ανθρώπους. Αυτό η θρησκεία από αρχαιοτάτων χρόνων είχε αναλάβει να το λύσει. Με
ό,τι αυτό βέβαια είχε σαν επακόλουθο.
Είναι απόλυτα σεβαστό και θεμιτό
να πιστεύει ο καθένας σε ό,τι θέλει. Εάν νομίζεις ότι η καρέκλα στο σπίτι σου
είναι θεός, μαγκιά σου, κάτσε και λάτρεψέ το και άναψέ του και κεριά. Αν
πιστεύεις ότι ένας προφήτης από τα βάθη της Ανατολής είπε ότι όποιος δεν
πιστεύει στο Ισλάμ είναι άπιστος και πρέπει να πεθάνει και το ενστερνίζεσαι
αυτό, εντάξει.
Εάν πάλι πιστεύεις ότι ένας
ξυλουργός 2000 χρόνια πριν, αναστήθηκε από τους νεκρούς, έκανε το νερό κρασί
και περπατούσε πάνω στο νερό, πίστευέ το.
Το θέμα είναι πως δε θα έπρεπε η
θρησκεία να λειτουργεί σαν καταλυτικός παράγοντας για την προβατοποίηση των
μαζών και στον κατακερματισμό της κριτικής σκέψης, ενισχύοντας έτσι τον
φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.
Και κάτι για να ελαφρύνουμε το
κλίμα.
Είναι Μεγάλη Παρασκευή μετά την
περιφορά του επιταφίου. Είχες να φας από την προηγούμενη ημέρα και σχόλασες από
τη δουλειά αργά το απόγευμα. Αργίες δεν υπάρχουν όταν κλείνει ο μήνας και
πρέπει να συμφωνήσουν τα νούμερα στη δουλειά σου.
Έξω από τα σουβλατζίδικα, βλέπεις
κάτι τραγικές ταμπέλες που σου λένε για «μπιφτέκι» λαχανικών και «τυλιχτό με
καλαμάρι». Οποία προσβολή. Ντροπή και όνειδος.
Βρίσκεις τον μερακλή της γειτονιάς
σου και παίρνεις γύρο απ᾽ όλα.
Δεν προλαβαίνεις να φας την πρώτη
μπουκιά και βλέπεις το πλήθος που επέστρεφε από την περιφορά να πετάει τα κεριά
από τα χέρια.
Οι γέροι σε κοιτάζουν λες και σε
έπιασαν να είσαι μέσα στο σπίτι τους και να τους κλέβεις τα λεφτά που έχουν
κρυμμένα κάτω απ᾽ το στρώμα.
Τρέχεις για τη ζωή σου
πασχίζοντας να ξεφύγεις από το λυσσασμένο πλήθος.
Την επόμενη φορά υπόσχεσαι να
παραγγείλεις από το σπίτι.