Οι άνθρωποι από τη φύση μας
είμαστε αυτοκαταστροφικά όντα. Αναζητάμε το τέλειο, μα άπαξ και το πλησιάσουμε,
επιδιώκουμε ποικιλοτρόπως να το κατασπαράξουμε.
Αν και έλλογο ον, δε βρίσκω λογική εξήγηση.
Ωστόσο ευχαριστιέμαι τούτη την αναζήτηση. Ξεκινώ πάντοτε δίχως αποσκευές, μην ξέροντας τι θα συναντήσω ή τι θα χρειαστώ.
Δε θέλω να είμαι προετοιμασμένη.
Δε θέλω να φαντάζομαι τίποτα.
Ανέκαθεν με γοήτευε το άγνωστο. Ο φόβος ερωτοτροπεί με τον ενθουσιασμό της περιέργειας για το τι θα ανακαλύψεις.
Στο τελευταίο μου ταξίδι προς εύρεση της τελειότητας, συνοδοιπόρος μου, εσύ!
Περπατούσαμε μαζί στο φως, όπου ξάφνου χανόμουν μέσα στο σκοτάδι
που μου σκορπούσες. Εσύ ήσουν, όμως, αυτός που με διαφώτιζε και έβρισκα πάλι
τον δρόμο μου.
Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο, το ένιωσα. Η ματιά σου διαπεραστική. Οι κινήσεις σου μετρημένες.
Δημιουργούσες γύρω σου απόρθητα τείχη, μα που να πάρει θα σκότωνα
θεούς και δαίμονες για να τα γκρεμίσω και να σε κατακτήσω.
Η εικόνα σου ενσάρκωνε τον ορισμό της τελειότητας, όπως την είχα εγώ πλάσει στο μυαλό μου.
Σύντομα κατάλαβα πως θα ήσουν η καταστροφή μου.
Οι συναντήσεις μας συχνές. Οι κουβέντες μας σύντομες και βιαστικές.
Με μία αινιγματική φράση κάθε φορά, έκλεινες την συζήτηση κι ύστερα
έφευγες.
Δεν ήξερα αν θα σε ξανάβλεπα.
Μέχρι που βρισκόμασταν πάλι. Ξανά και ξανά.
Κάθε φορά να νομίζω πως θα είναι η τελευταία , αλλά ποτέ δεν
ήταν.
Είχα μάθει κάθε πιθαμή του κορμιού σου. Το ένιωσα να τρέμει και να έχει ανάγκη το δικό μου.
Τα αγγίγματά σου γίνανε τρυφερά και βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι κάποια
πρωινά. Άρχισες
να με μπερδεύεις. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερες να φωτίσεις τη ζωή μου με το
χρώμα του χάους που επιθυμούσα.
Πέρασε τόσος καιρός και το ενδιαφέρον σου παραμένει αμείωτο.
Εξαφανίζεσαι για λίγο, μα ερωτεύομαι τον τρόπο που επιστρέφεις.
Κάποιες φορές σου θυμώνω που δε μου λες όσα θέλω να ακούσω. Που δεν ξέρω στ᾽ αλήθεια τι θέλεις από εμένα. Τι ζητάς;
Είναι εκείνα τα σκοτάδια που με αφήνεις εσκεμμένα να
βυθίζομαι.
Έτσι, όταν η φωνή σου ταιριάζει
ακριβώς με τις λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη σου, μόλις αντιλαμβάνεσαι την
οργή μου, επέρχεται η λύτρωσή μου.
Τα δάχτυλά σου τυλίγουν σφιχτά τα δικά μου και πορευόμαστε για το
δικό μας άγνωστο μονοπάτι.
Φοβάμαι μήπως κάποια στιγμή
βαρεθείς τη διαδρομή ή κουραστείς.
Δεν γουστάρω να απαιτήσω να μείνεις. Ούτε να σου δίνω τελεσίγραφα.
Δε θέλω να μου υπόσχεσαι, απλά για να με καθησυχάζεις.
Συνήθισα να έρχεσαι, να με καταστρέφεις ολοκληρωτικά και μετά να χάνεσαι πάλι. Με εξιτάρει να βασανίζομαι με σκέψεις γεμάτες αμφιβολίες, προσπαθώντας να βρω την άκρη. Μα πιο πολύ μου αρέσει που δεν έχεις ιδέα για το ότι πονάω με τη φυγή σου.
Αντικρίζεις πάντοτε μία μορφή να
σιωπά και με χαλαρότητα στις κινήσεις. Περιμένεις για τη φορά που θα δηλώσω
εκνευρισμό με το βλέμμα.
Τώρα μη με κοιτάς! Φαντάζομαι πως με ακουμπάς και είναι η ώρα που φεύγεις. Δε με ενδιαφέρει πού πηγαίνεις. Ίσως σε περιμένει κάποια άλλη. Ίσως και να μην επιστρέψεις.
Όσο μπερδεμένα μου τα λες, τόσο εγώ γουστάρω. Έτσι μου αρέσει: να ποντάρω τα ρέστα της καταστροφής μου με τον γυρισμό σου.