«Βάλε ένα τζιν τόνικ. Ναι, το πέμπτο, γιατί, τι πρόβλημα έχεις;
Μήπως δε στα πληρώνω; Τι σε νοιάζει αν πίνω πολύ; Πατέρας μου είσαι; Αν θες να
ξέρεις, δεν πίνω πάντα, απόψε πίνω.
Εννοείται γυναίκα. Τι άλλο λες να μ’ έφερε
στη μπάρα σου; Βάλε μου ένα τζιν τόνικ, δεν έχω όρεξη για κουβέντες. Ναι, είμαι
τρεις ώρες εδώ, το ξέρω. Θα φύγω όταν θέλω. Νομίζεις ότι είναι εύκολο να μπω σ’
ένα άδειο σπίτι, να ξαπλώσω σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι μόνος μου; Απόψε δεν είναι.
Εντάξει, αφού με πρήζεις θα στα πω. Γυναίκα είναι. Όχι όμως μια
τυχαία γυναίκα. Η πιο υπέροχη γυναίκα που ‘χεις δει.
Σε site τη γνώρισα. Ένα ξεκάρφωτο βράδυ Τρίτης. Χάζευα και είδα ότι
είχε κοιτάξει το προφίλ μου. Της έπιασα κουβέντα και μου τράβηξε αμέσως την προσοχή
ο τρόπος που έγραφε. Να φανταστείς δεν είχε καν φωτογραφία της. Είχε μιας
μαλακισμένης φεμινίστριας, ούτε που την ήξερα.
Επειδή βαριόμουν να γράφω της
είπα να βρεθούμε. Είχε πάει μεσάνυχτα, ε και; Δέχτηκε αμέσως.
Να σου πω την αλήθεια, να γαμήσω ήθελα. Είχα καιρό. Όχι πως δεν
είχα ευκαιρίες. Όμορφος είμαι, ωραίο αμάξι έχω, λεφτά έχω, το πιο εύκολο είναι.
Είχα φτάσει όμως, φίλε, σε σημείο μετά το σεξ να πέφτω σε κατάθλιψη. Σώματα
χωρίς κανένα συναίσθημα. Κι είπα «άστο αγόρι μου, αφού σε χαλάει».
Καταλαβαίνεις;
Εκείνη μ’ έβγαλε από αυτό το τριπάκι. Μαζί της ξανάκανα έρωτα μετά από -κι εγώ
δεν ξέρω- πόσα χρόνια. Της το ‘χα πει κάποια στιγμή αλλά με πίστεψε; Ποιoς ξέρει...
Μου είπε «περίμενέ με έξω από εκείνο το μπαρ, είμαι ξανθιά, ψηλή,
θα φοράω μαύρο παντελόνι και μαύρο μπλουζάκι». Με πλησίασε και την κατάλαβα
αμέσως.
Όμορφη. Όχι καλλονή, όμως είχε κάτι. Κάτι απροσδιόριστο.
Γέλαγε και φώτιζε ο κόσμος. Μιλούσε και σε μάγευε. Μάγισσα. Αυτό
ήταν. Μια μάγισσα.
Ήπιαμε ένα ποτό και μ’ άφηνε να μιλάω για μένα. Πότε της τα είπα
όλα, ούτε που το κατάλαβα. Όταν την πήγα στ’ αμάξι της, την άρπαξα και τη
φίλησα. Δεν το περίμενε, με έβαλε στη θέση μου χωρίς να με προσβάλει.
«Μαλάκα, το ᾽καψες» σκέφτηκα και όταν γύρισα σπίτι της
έστειλα μήνυμα. Μου απάντησε κι έτσι άρχισαν όλα.
Μη με ρωτάς τι έγινε μετά. Θυμάμαι μόνο πως ενώ το μόνο που ήθελα
ήταν να τη γαμήσω και να εξαφανιστώ, συνέχιζα να βγαίνω ραντεβού μαζί της.
Ήθελα σαν τρελός να τη βλέπω και να την ακούω. Να την αγγίζω και να τη φιλάω.
Επικοινωνούσαμε συνέχεια. Το κινητό μου έγινε η προέκταση του χεριού μου. Δεν
ξέρω πόσος καιρός πέρασε μέχρι να κοιμηθούμε μαζί.
Όταν κάναμε έρωτα, αυτό ήταν. Κόλλησα. Ταιριάζαμε γάντι. Ήξερε τι
ήθελα και το έκανε πριν το ζητήσω. Απίστευτη. Μ έκανε να νιώθω ο πιο μεγάλος εραστής
του κόσμου.
Κι όχι μόνο αυτό. Μ᾽ έμαθε να αγκαλιάζω, ν᾽ αφήνομαι.
Ποιος εγώ, που όποια κι αν είχα δίπλα μου, το μαξιλάρι μου αγκάλιαζα. Αυτή με
κατέβασε από τα δέντρα και μ’ έμαθε να φέρομαι αντρίκια. Μου ᾽δειξε
ποιος είμαι.
Είχε μια λογική τετράγωνη. Με κόλλαγε στον τοίχο με τα επιχειρήματά
της. Δεν μπορούσα να πω κουβέντα, εγώ ο τεχνοκράτης, ο λογικός, ο κυνικός.
Ύστερα, με αποδεχόταν όπως ακριβώς ήμουν. Άνοιγε την αγκαλιά της
και γινόταν μάνα και γυναίκα και γκόμενα και σύντροφος και πόρνη. Μάγισσα σου
λέω. Μη σου τύχει.
Ένα χρόνο κράτησε όλο αυτό. Μη ρωτάς γιατί χωρίσαμε. Εγώ φταίω.
Μαλακίστηκα. Δεν μπόρεσα. Ήθελα αλλά δεν μπόρεσα. Δε μπορέσαμε να
συμβιβαστούμε. Εγώ δεν ήθελα. Χωρίσαμε, τέλος, τι θες τώρα;
Εντάξει, πέρασε καιρός. Απλώς απόψε κλείνουν έξι μήνες που ᾽χω να τη
δω. Μου λείπει αλλά δεν τη θέλω στη ζωή μου. Μεγάλος μπελάς. Πήγα να τρελαθώ
δίπλα της.
Φυσικά και την αγαπώ, τι με ρωτάς. Πάντα θα την αγαπώ. Αλλά
καλύτερα μια κοπέλα απλή. Να μη μ’ απειλεί. Να είναι στα μέτρα μου. Όπως αυτή
που έχω τώρα. Να μπορώ να κρύβομαι.
Είναι, όμως, κάτι τέτοιες νύχτες, που δεν μπορώ να μη σκέφτομαι.
Πώς να το πω...δεν έχω κατάθλιψη, δεν πονάω, δε θρηνώ. Δεν πέθανε. Είναι εκεί
έξω, πραγματοποιεί τα όνειρά της, ζει τη ζωή που ονειρεύεται. Το ξέρω ότι είναι
ευτυχισμένη κι αυτό με κάνει περήφανο για αυτήν.
Υπάρχει όμως και το άλλο συναίσθημα που με τσακίζει κάτι νύχτες
όπως αυτή: κάθε μέρα περνάει κι εκείνη προχωράει χαρούμενη, χωρίς εμένα. Ξυπνάω
κάθε πρωί και υπάρχει αυτό το κενό, αυτό το συναίσθημα ότι ίσως έζησα τα δικά
μου όνειρα και τώρα μου τελείωσαν. Ότι από δω και πέρα, θα είμαι ένας άνδρας
μόνος. Χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά, χωρίς οικογένεια.
Εκείνη ήταν η οικογένειά μου. Τώρα είναι κάπου αλλού κι εγώ ήμουν αυτός
που την άφησα να φύγει. Έκανα καλά, γιατί αυτό είναι το καλύτερο για εκείνη.
Όμως για μένα, χρειάζομαι έναν λόγο για να σηκώνομαι το πρωί για να μη συρθώ
ξανά στη σπηλιά που ήμουν πριν τη γνωρίσω.
Μη γίνω ξανά εκείνος ο σκοτεινός άνδρας. Γιατί εκείνο το σκοτάδι
είναι ακόμη μέσα μου κι εκείνη απλά το φώτισε.
Τώρα που ξέρεις, βάλε μου το τζιν τόνικ. Κι άσε με να το ξεπεράσω
όπως εγώ ξέρω...»