Έρχεται ένα ωραίο βράδυ στην καθημερινότητά σου που, για
δικούς σου λόγους, αποφασίζεις να καθίσεις μέσα στο σπίτι, με τις άνετες
πιτζάμες σου, το μπολ της σαλάτας γεμάτο πλαστικές νοστιμότατες σαβούρες και να
χαζέψεις στη τηλεόραση.
Κάποτε ή φράση «πάω να χαζέψω λίγο τηλεόραση» είχε μια
μεταφορική έννοια. Σήμερα, και έπειτα από ελάχιστη προσπάθεια, καταφέραμε να
κυριολεκτούμε λέγοντάς τη.
Γνωρίζαμε γενικά πως η ελληνική τηλεόραση και περισσότερο
οι τηλεθεατές της, τα τελευταία χρόνια είχαν πάρει τη κατιούσα. Παραγωγοί,
σκηνοθέτες, ακόμη και ηθοποιοί έκαναν ό,τι μπορούσαν μήπως και εν τέλει σώσουν
κάτι από τη βιασμένη αξιοπρέπεια αυτού που ονομάζουμε θέαμα και τηλεόραση.
Σειρές με έξυπνο χιούμορ μπας και αφυπνίσουν λίγο το
μυαλό μας, ιστορικές αναδρομές, μήπως και προσθέσουμε κάτι στη μόρφωσή μας,
ακόμη και ψυχαγωγία μιας άλφα κλάσης. Όχι τέλεια, αλλά ικανοποιητική για τα
σημερινά δεδομένα.
Όμως ο Έλληνας, πάντα, μα πάντα θα προτιμάει τον ξεπεσμό,
την ξεφτίλα και φτήνια που βρίσκει εύκαιρη.
Έτσι, λοιπόν, επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ο ορισμός
της κακής τηλεόρασης, όταν πρόσφατα έκανε την εμφάνισή του ένας νεαρός, σε μια
δευτεροκλασάτη εκπομπή του Σεφερλή με το τίτλο «Ραντεβού», να χτυπιέται σαν το
χιμπατζή, με φανερή την έλλειψη προσοχής από τους γύρω του και να μοιράζει
αγάπη από το κοινό που παρακολουθούσε.
Πόσα να αντέξει αυτό το γυαλί; Πόσο να κρατηθώ κι εγώ και
να μην το σχολιάσω;
Ας προσπεράσω το γεγονός πως οι υπεύθυνοι παραγωγής ή
όποιος είναι υπεύθυνος τον άφησε να βγει και να ξεφτιλιστεί, γιατί είναι μεγάλο
παιδί και υπεύθυνο άτομο, λέμε τώρα.
Ας πάμε στην ώρα της εμφάνισης του στα πλατό της εκπομπής
και κυρίως την ώρα που άνοιξε το στόμα του να μιλήσει.
Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Από το γεγονός ότι
μιλούσε λες και του πήραν το γλειφιτζούρι από τα χέρια; Από το ότι σε κάθε ηλιθιότητα
που πετούσε φιλούσε και τα μπράτσα του ή ότι ο κόσμος χειροκροτούσε
κατενθουσιασμένος λες και είχε απέναντί του κανέναν επιβήτορα;
Είδα την εκπομπή μέχρι τέλους και κάθε φορά που του απηύθυνε ο κύριο Σεφερλής το λόγο, αναρωτιόμουν τι μπορεί να έφταιξε για να
φτάσει σε αυτό το σημείο.
Άναρθρες κραυγές αντί για λέξεις, εκθειασμός του ατόμου
του στο μέγιστο, συνεχείς σπασμωδικές κινήσεις κι όλα αυτά γιατί; Για να κάνει
κάτι. Να τον δείχνουν στο δρόμο και να λένε: Α, ο αγαπούλας.
Συμφωνώ πως το παλικάρι μπορεί να ήθελε να κεντρίσει για
λίγο τη προσοχή πάνω του, μιας και απʾ ό,τι όλοι καταλάβαμε η ζωή του δεν έχει
κανένα ενδιαφέρον. Θα συμφωνήσω και με το ότι όντως μπορεί να πήγε εκεί για το
παιχνίδι και τα σχετικά, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός πως όλοι εμείς από
κάτω και μέσα από τις τηλεοράσεις το επικροτήσαμε και το χειρότερο του δώσαμε
και τηλεθέαση.
Δηλαδή όχι μόνο αφήσαμε το παιδάκι να νομίζει πως αυτό που
κάνει είναι αστείο και δίνει «αγάπη», αλλά συμφωνήσαμε με τους μεγαλοθήρες του
καναλιού να παρουσιάσουν κι άλλα τέτοια παιδάκια στο γυαλί.
Επειδή δεν έφτανε όμως η μία ξεφτίλα, ήρθε και η δεύτερη,
αυτή στην εκπομπή του κύριου Θέμου. Ο οποίος παρουσιαστής προσπαθούσε να του
κάνει κάποιες ερωτήσεις και μόνο που δεν έκανε εμετό ο χριστιανός από το πολύ
κούνημα. Και να σου, τα φιλιά στα μπρατσάκια, και να το κλείσιμο του ματιού στη
Δούκισσα, η οποία η άμοιρη η κοπελίτσα είχε φρικάρει. Και για να την
αποτελειώσει είπε και να τη κυνηγήσει.
Μέχρι κι εγώ, μια άγνωστη ντράπηκα εκ μέρους του. Σκέψου
να ήμουν και συγγενής του. Οι οποίοι, για να τα λέμε κι αυτά, δεν υπάρχουν
πουθενά. Κανένας να τον μαζέψει ή να του πει μια κουβέντα, αντιθέτως φαίνεται
να το απολαμβάνουν μη σας πω να τον καμαρώνουν.
Το θέμα όμως δεν είναι τόσο το παλικάρι, όσο εμείς.
Τον κάναμε viral σαν να ήταν κάτι το θεσπέσιο, τον
θαυμάσαμε στο Facebook και χάσαμε κάπου την ουσία. Αδιαφορήσαμε για το πώς
μπορεί να νιώθει αυτό το άτομο πίσω από τις κάμερες και με κλειστά τα φώτα. Για
το τι παράδειγμα και τη μήνυμα περνάμε στα δικά μας παιδιά. Φτιάξαμε ένα
πρόγραμμα για να ξεχνιόμαστε και να περνάμε καλά και φτάσαμε στο σημείο να
ψυχαγωγούμαστε, με τον πόνο την απελπισία και τη ξεφτίλα του άλλου.
Καλές οι αγαπούλες, τα μπρατσάκια, τα φιλάκια και όλα
αυτά, αλλά ας μη ξεχνάμε πως αν ήταν δικός μας άνθρωπος δε θα τον αφήναμε
έρμαιο, που σημαίνει πως για αυτό το παιδί δεν υπάρχει κανείς που να
ενδιαφέρεται πραγματικά, αλλιώς δε θα έπηζε καθημερινά στις δικές μας οθόνες.
Δε λέω πως είναι προς λύπηση, γιατί ούτε άβουλος φαίνεται
να είναι , ούτε αφελής, αλλά είναι μόνος κι αυτό κάνει μπαμ από χιλιόμετρα.
Ας συγκεντρωθούμε λίγο την επόμενη φορά. Ας είμαστε λίγο
πιο επιλεκτικοί στο που δίνουμε τηλεθεάσεις και νουμεράκια. Κι αν την επόμενη
φορά δείτε τόση πολλή αγάπη στο χαζοκούτι, κλείστε το και πηγαίνετε να την
πάρετε από εκεί που αξίζει.