Μόλις άνοιξε η πόρτα του συρμού
μπροστά της, φόρεσε τ’ άσπρα της ακουστικά κι επιβιβάστηκε με αργό και σταθερό
βήμα. Στάθηκε με την πλάτη πάνω στην πόρτα κι άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο.
Πάντα αυτό έκαναν οι δυο τους κάθε φορά που έμπαιναν στο μετρό. Μετρούσαν τους
ανθρώπους που χαμογελούσαν, τα ζευγάρια που σφιχταγκαλιάζονταν, τους ανθρώπους
που διάβαζαν.
«Η αγαπημένη μου ασχολία με την
αγαπημένη μου! Τελεία!». Έτσι της έλεγε κάθε φορά κι άφηνε ένα απαλό φιλί στα
ξανθά της μαλλιά.
Τώρα, όμως, είναι μόνη. Σ’ ένα
βαγόνι γεμάτο κόσμο νιώθει πιο μόνη από ποτέ. Νιώθει το βαγόνι να την πνίγει,
να την πονάει.
Έκλεισε τα μάτια, έγειρε το βαρύ
κεφάλι της πάνω στο κρύο τζάμι της πόρτας κι άφησε τη μουσική να την ταξιδέψει.
Κάποιος απ’ τη βιασύνη του την έσπρωξε και την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ένιωσε έναν ηλεκτρισμό να διαπερνάει τα κόκκαλά της κι αναζήτησε την πηγή.
Γύρισε το κεφάλι της αριστερά κι ένιωσε την αναπνοή της να σταματάει για μερικά
δευτερόλεπτα.
Εκείνος ήταν εκεί. Καθόταν
καθιστός με την πλάτη του στραμμένη προς το μέρος της, ενώ στην αγκαλιά του
βρισκόταν ένα μεγάλο μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα.
Όλο το βαγόνι μύριζε το άρωμά του
κι εκείνη αδυνατούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Η μουσική στα
αυτιά της προσπαθούσε να επιβάλλει τη δική της τάξη, όμως κανείς δεν της έδινε
σημασία. Τα μάτια της ταξίδεψαν με αστραπιαία ταχύτητα σ᾽ όλο του το κορμί,
προσπερνώντας την γεμάτη κόκκινο χρώμα αγκαλιά του.
Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να
τον επεξεργαστεί όσο εκείνος δεν την έβλεπε.
Ξεκίνησε να παρατηρεί το κορμί
του. Εκείνο το κορμί που με τόση αρμονία κούμπωνε με το δικό της, λες κι ήταν
πλασμένο για να ενώνεται μόνο μ’ εκείνης. Τα χέρια του που την τραβούσαν με
δύναμη και την έκλειναν στην αγκαλιά του. Τα δάχτυλά του που είχαν εξερευνήσει
κάθε πτυχή του κορμιού της. Τα μάτια του. Τα μαλλιά του.
Ήθελε να τρέξει, να πάρει τα
τριαντάφυλλα από τα χέρια του και να τ’ αντικαταστήσει με το σώμα της. Να
καρφώσει τα μάτια της στα δικά του και με μόνο μια ανάσα να βουτήξει μέσα τους.
Δεν την ενδιέφερε! Θα τον άφηνε χωρίς σωσίβιο να την τραβήξει μαζί του στον
πάτο. Ήθελε να περάσει τα δάχτυλά της μέσα απ’ τα πυκνά μαύρα μαλλιά του, μόνο
και μόνο γιατί εκείνος παρέλυε στο άγγιγμά της.
Της έλειπε ο τρόπος που της
έσφιγγε το χέρι μέσα στην παλάμη του. Η φωνή του όταν της ψιθύριζε «για πάντα!»
ή όταν ξέπνοος φώναζε το όνομά της. Πόσο όμορφο ακουγόταν το όνομά της από
κείνα τα χείλη.
Ήταν τόσο κοντά της κι όμως δεν
μπορούσε να κάνει βήμα προς το μέρος του. Τα πόδια της, όμοια με βαρίδια, την
κρατούσαν ακίνητη. Και τι δε θα έδινε ώστε να τον πλησιάσει. Να αγγίξει τυχαία
το κορμί του και να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στο πρόσωπό του. Να τον
φωτογραφίσει ώστε να τον έχει για πάντα μαζί της. Μια ανάμνηση.
«Τερματικός σταθμός! Παρακαλούνται
οι επιβάτες ν’ αποβιβαστούν!».
Περίμενε να κατέβει πρώτος και
μετά ακολούθησε εκείνη. Της φάνηκε αιώνας μέχρι ν’ απομακρυνθούν, όμως ο χρόνος
δεν ήταν σύμμαχός της. Μια γυναικεία φωνή πίσω της φώναξε ένα όνομα. Εκείνος
γύρισε. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.
Το τοπίο ξεθώριασε και στη θέση
εκείνου, βρισκόταν ένας άγνωστος άντρας. Τόσο ίδιος και ταυτόχρονα τόσο
διαφορετικός απ’ τον δικό της. Της χάρισε ένα χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς τη
γυναίκα πίσω της. Μόλις την προσπέρασε, μύρισε το άρωμά του και για μερικά
δευτερόλεπτα νόμιζε πως ήταν εκείνος κοντά της. Το ίδιο καταραμένο άρωμα.
Εκείνο το άρωμα που στοίχειωνε τις μέρες και τις νύχτες της.
Χαμογέλασε, έβγαλε τ’ άσπρα
ακουστικά απ’ τα αυτιά και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες, ψιθυρίζοντας τον
τελευταίο στίχο απ’ το τραγούδι που έπαιζε στα ακουστικά. Έναν στίχο που
περιέγραφε λεπτομερώς όλα όσα έζησε εκείνη τη στιγμή κι όλα όσα ζούσε εδώ και
καιρό.
«Ακόμα κι αν λείπεις, είσαι μαζί
μου….»