Τη φοβόταν τη σιωπή. Φώναζε και του έλεγε πράγματα που
δεν ήθελε να ακούσει. Πράγματα που πραγματικά τον τρόμαζαν. Τα λόγια της ήταν
σκληρά και τον πονούσαν βαθιά στα σωθικά του.
Έκανε τα πάντα για να την κάνει να κλείσει το στόμα της.
Πίστευε πως με το ν᾽ απασχολεί το σώμα και το μυαλό του θα έπαυε να του
τριβελίζει συνέχεια το μυαλό με τους ηλίθιους μονολόγους της.
Ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να την κάνει να το βουλώσει. Πίστευε,
όμως, και πάρα πολύ στις δυνάμεις του. Πίστευε πως θα έφτανε σε σημείο να την αποστασιοποιήσει
από τις σκέψεις του.
Η εργασιομανία θεωρούσε πως ήταν ο καλύτερος τρόπος.
Ήθελε να δουλεύει συνεχώς, ασταμάτητα. Να μην αφήνει κενό για ανάσα, να μην
αφήνει λεπτό για δεύτερες σκέψεις. Κι ύστερα όταν η δουλειά θα τελείωνε, το
σώμα κατάκοπο από την κούραση θα τον εγκατέλειπε και θα τον βύθιζε σε βαθύ
ύπνο.
Εκεί πόνταρε. Στην κούραση και τον πόνο.
Γέμιζε τη ζωή του με ανθρώπους κενούς, χωρίς ψυχή,
συναισθήματα κι ανάγκες. Ανθρώπους ψυχρούς, όπως ακριβώς ήταν κι ο ίδιος.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως αν ποτέ συναντούσε έναν
άνθρωπο που ήθελε να σταθεί δίπλα του με περίσσεια αγάπη, την οποία θα ήθελε να
μοιραστεί μαζί του, θα τον έδιωχνε μακριά.
Αγαπημένη συνήθειά του ήταν άλλωστε. Βελτίωνε για χρόνια τις
τεχνικές του πάνω στην απώθηση. Είχε τον τρόπο του να γίνεται αντιπαθητικός,
όταν το ήθελε.
Δεν τον ένοιαζε αν θα έχανε κάπου στην πορεία την ψυχή
του. Δεν ήθελε να τη βρει, δεν ήθελε να ξέρει αν τελικά υπήρχε κάπου μέσα του.
«Δικό της πρόβλημα αν ψάχνει σώμα να κρυφτεί. Δικό της πρόβλημα
αν έψαχνε καρδιά για ν᾽ αγαπήσει. Εγώ δεν τη θέλω να κυλά στο αίμα μου», είχε
πει κάποτε με σκληράδα.
Εκείνη απλά μια μέρα του γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο
πλήθος. Έτσι ακριβώς όπως χάνεται κι εκείνος καθημερινά μέσα στις υποχρεώσεις
με τις οποίες επέλεξε να γεμίσει το κενό της.
Μέσα και δίπλα σε κενά κορμιά ανθρώπων, χωρίς ζωή,
συναίσθημα κι αγάπη.
Έτσι ακριβώς όπως κάνεις και εσύ, προσπαθώντας να
καλύψεις το τεράστιο κενό της ψυχής σου.
Σου λείπει εκείνη και αντί να προσπαθήσεις να την βρεις,
να τρέξεις κοντά της και να διακινδυνέψεις για την αγάπη της, γεμίζεις το κενό
που σου άφησε, με δουλειές και υποχρεώσεις. Με σώματα και ψυχές που κανένα και
καμία δεν της μοιάζει.
Προσπαθείς να τιμωρήσεις την ψυχή σου γιατί και μόνο
υπάρχει. Γιατί έχει ανάγκες, γιατί νιώθει, γιατί θέλει να ζήσει, να μοιραστεί,
να γίνει ένα με τον άλλον και να αγαπήσει δυνατά.
Κι αυτό το φοβάσαι πολύ. Και όσο φοβάσαι, τόσο πιο μακριά
την διώχνεις. Τόσο κλείνεις τα αυτιά σου στη φωνή της, αδυνατώντας να
καταλάβεις πως δεν μπορείς να την εξαφανίσεις, όσο και αν προσπαθείς.
Μη μάχεσαι, άνθρωπε, μάταια σ᾽ έναν αγώνα που είναι
δεδικασμένος απ᾽ την αρχή. Μη σπαταλάς την ενέργειά σου πηγαίνοντας κόντρα στην
ψυχή σου.
Βγάλε την απ᾽ τα Τάρταρα που την έχεις τοποθετήσει κι
άφησε την ελεύθερη να ζήσει.
Έπειτα, άνοιξε την αγκαλιά σου στην αγάπη, εκείνη την
αληθινή που ζεσταίνει των ανθρώπων τις πληγές. Πάρε την και με τη σειρά σου δώσε
την παραπέρα, σήμερα που μπορείς. Μην αφήσεις άλλες στιγμές να χαθούν, μην
αφήνεις να περνάει λεπτό χωρίς να γεμίζεις από κείνη.
Δώσε και πάρε την απλόχερα, χωρίς να φοβάσαι μην
πληγωθείς. Η ζωή έχει πάντα να σου πει κάτι πολύ πιο βαθύ. Ο φόβος σου μα και η
πληγή είναι και οι δυο σοφοί.
Πάψε, λοιπόν, να προστατεύεις τον εγωισμό σου και απλά απελευθέρωσε
τα συναισθήματά σου, εκείνα που κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει. Αυτά είναι ο
πλούτος σου κι η μοναδική κληρονομιά σου.