Ξημέρωσε; Μα τι λέω! Κοντεύει το
σούρουπο κι εγώ, μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Πάνε μήνες που έχω να ξυπνήσω μία
φυσιολογική ώρα. Τι ζεστό που είναι το πάπλωμα! Δε θέλω να σηκωθώ. Μάλλον, δεν
μπορώ να σηκωθώ. Ο κόμπος στο στομάχι μου αναλογεί, πλέον, σε ένα βαρίδι ενός
τόνου και νιώθω το βάρος του να με τραβάει στο κέντρο της Γης.
Νιώθω το στρώμα να απορροφάει το
σώμα μου σαν κινούμενη άμμος. Κάθε άνθρωπος με σώας τας φρένας θα ήθελε να
ξεφύγει. Εγώ, όμως, όχι! Θέλω τόσο πολύ να με καταπιεί. Θέλω να βυθιστώ στο
σκοτάδι. Λίγο πριν αφεθώ, ακούω τη φωνή μιας γυναίκας, που συστήνεται ως μητέρα
μου, να με φωνάζει με ένα όνομα που είχα σε μία άλλη εποχή, πριν από αρκετό
καιρό.
«Ρόζα! Σήκω επιτέλους!». Ρόζα; Μα
σε ποιον μιλάει; Έχω πάψει εδώ και πολύ καιρό να είμαι αυτή. Δεν ξέρω καν ποια
είμαι πλέον. Ή μάλλον ξέρω! Δεν είμαι καμία. Δεν έχω λόγο ύπαρξης αν και, δεν
ξέρω γιατί. Πέτυχα ό,τι στόχο έχω βάλει στη ζωή μου κι όμως τίποτα δεν κατάφερε
να με γεμίσει. Ούτε επάγγελμα, ούτε φίλοι, ούτε καν ο έρωτας.
Τους έκανα όλους πέρα και
βυθίστηκα στον κόσμο των ιστοριών που γράφω από μικρό παιδί. Τραγικοί ήρωες,
χωρίς “Happy End”, νεκρές ψυχές
σε ζωντανά σώματα που πλανιούνται, ψάχνοντας να βρουν τα κομμάτια που τους
λείπουν.
Ακούω πάλι τη φωνή της. Οι
συχνότητες που εκπέμπουν οι φωνητικές της χορδές, αυτή τη φορά μου τρυπάνε τον
εγκέφαλο.
Μετά από πολλές προσπάθειες,
κατάφερα να σηκωθώ. Κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Έχω καλύψει με πανιά τους
καθρέπτες. Δεν αντέχω να με αντικρίζω. Το σώμα είναι μόνο ένας αγωγός και η
ψυχή μου είναι παγιδευμένη μέσα του.
Θέλω να βγω από εδώ μέσα. Όμως,
κάθε φορά που φτάνω κοντά στο να ξεφύγω, δειλιάζω. Με φοβίζει το μετά. Θα είμαι
ελεύθερη, ή θα μεταφερθώ απλά σʾ ένα άλλο ξένο σώμα; Τι θα κάνει εκείνη χωρίς
εμένα; Ναι, αυτή που η φωνή της εκπέμπει συχνότητες που δεν ακούει άλλο
ανθρώπινο αυτί, παρά μόνο το δικό μου, θα μαραζώσει έτσι και εγκαταλείψω αυτό
το σώμα. Είμαι ό,τι της έχει απομείνει. Είμαι ό,τι μου έχει απομείνει!
Ρίχνω πάνω μου πρόχειρα ρούχα.
Γκρι. Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο, ούτε χρώματα. Γκρι, σαν τη μελαγχολική ύπαρξή
μου. Κατεβαίνω τη σκάλα και τη βλέπω να με περιμένει όρθια στην κουζίνα.
«Το πήρες επιτέλους απόφαση; Δεν
μπορώ να καταλάβω τι τρέχει με σένα τους τελευταίους μήνες! Ήσουν μια νέα
κοπέλα γεμάτη ζωντάνια και τον τελευταίο καιρό συμπεριφέρεσαι λες και είσαι
ετοιμοθάνατη».
Έχω μείνει να την κοιτάω χωρίς να
απαντήσω. Την όψη της παίρνουν χαιρέκακα ανθρωπάκια. Χορεύουν διαβολικά γύρω
μου και μου υπενθυμίζουν πόσο μεγάλη απογοήτευση είμαι για τον κόσμο γύρω μου.
Περιμένει μία απάντηση. Δεν έχω
να της δώσω. Αντιλαμβάνεται πως η σιωπή είναι η απάντησή μου και συνεχίζει το
μονόλογο: «Δεν ξέρω τι να κάνω με σένα πια! Τέλος πάντων, περιμένουμε κόσμο το
βράδυ και θέλω λίγη βοήθεια με το μαγείρεμα. Πάρε ένα μαχαίρι και ξεκίνα να
κόβεις τα λαχανικά που έχω στο μπολ».
Δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Ή
απλά προσποιείται πως δεν την έχει. Ίσως και να πιστεύει πως περνάω μία
παροδική φάση και δε θέλει να ανακατευτεί μην τυχόν και τα κάνει χειρότερα.
Ένα κομμάτι μου τη ζηλεύει.
Ευτυχισμένη, στη μικρή ροζ φουσκάλα που έχει χτίσει για κόσμο της. Δίχως
έγνοιες, πέρα από αυτές που έχει όλος ο κόσμος σήμερα. Ανέμελη και νέα στη ψυχή
κι ας έφθειρε απότομα την ομορφιά της ο χρόνος.
Υπακούω στην παράκληση-διαταγή
και σφραγίζω την υπακοή μου με ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού μου. Ανοίγω το
συρτάρι και αρπάζω το μεγάλο μαχαίρι. Αιχμηρό πολύ. Τεμαχίζει στο πι και φι τα
λαχανικά. Πάνω που κατάφερα να ξεχαστώ, οι δαίμονές μου αρχίζουν να ποτίζουν το
κεφάλι μου με αυτοκαταστροφικούς συνειρμούς.
Ορκίζομαι πως ακούω φωνές,
βραχνές και ψιθυριστές. «Αιχμηρή λεπίδα. Πώς θα ήταν η αίσθησή της πάνω σου; Τη
σάρκα να ανοίγει στα δύο, το αίμα να τρέχει ποτάμι. Τη ψυχή σου επιτέλους ελεύθερη.
Το μυαλό σου άδειο».
Τα δαιμόνια μέσα μου δίνουν και
παίρνουν. Έχω σταματήσει ό,τι κάνω. Μα τι έκανα πριν από όλα αυτά; Ούτε που
θυμάμαι! Πιάνω τον εαυτό μου να κρατάει το μαχαίρι με τη μύτη του να στοχεύει
τα σωθικά μου, έτοιμη να τα διαπεράσει.
Ακούω τις φωνές μέσα μου να μου
φωνάζουν: «Κάντο! Κάντο και θα είσαι επιτέλους ελεύθερη». «Όχι!» απαντάω, «δεν
μπορώ μπροστά της».
Λίγο πριν με πείσουν, ακούω τη
φωνή της να με ρωτάει αν όλα είναι εντάξει. Απελευθερώνομαι απʾ τις σκέψεις και
τους δαίμονές μου απότομα. Γυρνάω προς το μέρος της: «Ναι, όλα καλά» απαντάω.
Στρέφω και πάλι το βλέμμα μου στο
μαχαίρι και στα μισοκομμένα λαχανικά. Μουρμουρίζω ένα «συγγνώμη» στην όποια
ανώτερη ύπαρξη, στη γυναίκα πίσω μου, μπορεί και στον εαυτό μου τον ίδιο και επιστρέφω
στη δουλειά μου.
Πάλι δείλιασα. Ακόμα δεν ξέρω αν
με περιμένει η λύτρωση ή μία νέα φυλακή. Εξακολουθώ να φοβάμαι το άγνωστο και
το σκοτάδι του κι ας θέλω να με παρασύρει. Εξακολουθώ να μη θέλω να αφήσω πίσω
όσα έχω. Κι ας μην έχω τίποτα να με κρατάει εδώ.