Ο Εφραίμ μεταφέρεται μπροστά στο γραφείο του, έτοιμος να επαναλάβει άλλη μια μέρα την αγαπημένη ασχολία του, το γράψιμο. Για του λόγου το αληθές, θα υπαγορεύσει στην Ρένα, η οποία κάθεται απέναντί του κρατώντας ένα μακρύ κίτρινο μολύβι.
Θα σημειώσει στην κόλλα αναφοράς
μπροστά της κι αφού τα μεταφέρει στον υπολογιστή, θα τα εκτυπώσει και θα τα
τοποθετήσει μπροστά στον Εφραίμ για μια τελευταία ματιά, προτού τα προσθέσει με
τα υπόλοιπα έγγραφα για το βιβλίο του. Αν το φως είναι χαμηλό, η πιστή Ρένα θα
φέρει το χαρτί πιο κοντά.
Ο Εφραίμ φέρνει τα λόγια του Nick Vujicic στο μυαλό του, «Ακόμα κρατώ ένα
ζευγάρι παπούτσια στην ντουλάπα μου, καθώς ακόμα πιστεύω σε ένα θαύμα από το Θεό».
Βγάζει ένα γελάκι.
Έχει ένα κοινό με τον
Σέρβο-Αυστραλό ομιλητή, και αυτό δεν είναι η πίστη στο Θεό. Ο Εφραίμ έπαψε να
πιστεύει την μέρα που κατάλαβε πως οι προσευχές δε βοηθούν τον άνθρωπο, αλλά η
θέληση του και η πίστη στις δυνατότητες του.
Ο Θεός δεν πρόκειται να του δώσει
χέρια και πόδια. Κανένας προφήτης δε θα θεραπεύσει το σύνδρομο που κουβαλά απ᾽
τη μήτρα της μητέρας του. Όσο σπάνια πάθηση και να είναι, θα συνεχίσουν
γίνονται παιδιά χωρίς άκρα. Ο Vujicic ονόμασε το ίδρυμα του «Ζωή χωρίς άκρα»,
μα ο Εφραίμ επέλεξε μια ζωή πέρα από κάθε άκρο και σύνορα.
Ξεκίνησε να υπαγορεύει στην Ρένα:
«Η ζωή και το δικαίωμά μας να τη
ζούμε ανθρώπινα, δεν είναι δώρο απ᾽ το Θεό, όπως μας διδάσκουν σε μικρή ηλικία.
Είναι γονίδιο καρφωμένο στις ρίζες μας με το οποίο γεννιόμαστε και
υπερασπιζόμαστε με σθένος, χρησιμοποιώντας ως όπλα τη γνώση και την ηθική
υποστήριξη των προγόνων μας· είτε είναι ζωντανοί, είτε όχι. Όσο νωρίτερα
παρατήσουμε τη μάχη, τόσο γρηγορότερα σταματάμε να είμαστε άνθρωποι και
καταλήγουμε σκλάβοι της απραγίας μας».
Η Ρένα συνεχίζει να σημειώνει τα
όσα της υπαγορεύει. Η σχέση της με τον Εφραίμ είναι μακριά απ᾽ τη σχέση
γραμματέως και καθηγητή πανεπιστημίου. Είναι σύζυγος του και μητέρα των
τεσσάρων παιδιών τους, ύστερα από δύο γέννες. Είχε ξεκινήσει να εργάζεται στο
γραφείο του πριν από δώδεκα χρόνια, λίγες μέρες μετά το διορισμό του ίδιου στη
φιλοσοφική σχολή Αθηνών.
Όσο και να δυσκολεύτηκε να
συμβιβαστεί με τις ανάγκες του αφεντικού της στην αρχή, κάποιες φορές
χρειάστηκε μέχρι και να τον ταΐσει, γρήγορα αναγνώρισε το μεγαλείο του ως
άνθρωπο. Ήταν κάτι λιγότερο από έξι μήνες αφότου είχε ξεκινήσει να εργάζεται
στο γραφείο του, όταν την κάλεσε να την ανακοινώσει κάτι σημαντικό.
«Θα χρειαστεί να κάνεις κάποια
εμβόλια.» Της είχε πει χωρίς να την κοιτάξει, προεκτείνοντας με το χέρι του ένα κομμάτι
χαρτί.
«Γιατί;» Είχε ρωτήσει έκπληκτη.
«Σε τρεις μήνες πετάμε για Αφρική».
Πριν, όμως, η Ρένα αρνηθεί, ή
αντιδράσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ο Εφραίμ ολοκλήρωσε την απρόσμενη
ανακοίνωση του επιβάλλοντας της μόνο ένα θετικό γνέμα και ένα ελαφρύ χαμόγελο
θαυμασμού.
«Το πιστεύεις πως υπάρχουν φυλές
στην Αφρική που κόβουν τα χέρια και τα πόδια σε παιδιά που κλέβουν ένα μπουκάλι
νερό ή λίγο φαΐ; Πρέπει να τους βοηθήσουμε».
Περνώντας τα χρόνια δίπλα του,
έμαθε πολλά για τον Εφραίμ. Το πώς η θεοσεβούμενη μητέρα του τον πήγαινε δύο
φορές την εβδομάδα στην εκκλησία, το ότι δεν μιλούσε σε κανέναν για πολλά
χρόνια, σε σημείο που θεώρησαν πως έχρηζε ψυχιατρικής βοηθείας.
Ώσπου, ένας δάσκαλος στο σχολείο,
του μίλησε για την δύναμη του λόγου. Του παρουσίασε κείμενα, βιβλία και
ποιήματα, δείχνοντας του πως όλοι αυτοί συγγραφείς και ποιητές δεν έμειναν στην
ιστορία λόγω της σωματικής τους δομής ή ευελιξίας, αλλά εξαιτίας της επιρροής
που είχε ο γραπτός λόγος τους. Μία επιρροή που επιδίωκε ο Εφραίμ κάθε φορά που
επισκεπτόταν μία τριτοκοσμική χώρα.
Μετά από λίγο, ολοκληρώνει την
σημερινή υπαγόρευση του:
«Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να
συνειδητοποιήσουμε πως κάθε φορά που υπαγορεύουμε στα παιδιά μας πως θεός θα τα
βοηθήσει, ξεχνώντας να τους πούμε πως θα πρέπει να παλέψουν για την ανθρωπιά
τους, τα καθησυχάζουμε καταστρεπτικά. Καθώς, όταν οι δυσκολίες χτυπήσουν την
πόρτα τους, και κάτι παραπάνω από την πόρτα τους, θα βρεθούν να ακροβατούν πάνω
σε ένα δίκοπο μαχαίρι.
Ακόμα και να επιβιώσουν των
δυσκολιών θα χάσουν την πίστη τους. Δεν αναφέρομαι στην πίστη στο Θεό, αλλά στην
ίδια την κοινωνία. Τότε δε θα έχουμε τίποτε άλλο παρά περισσότερους
εγκληματίες. Πρέπει να υπενθυμίσουμε στα παιδιά μας, στη νέα γενιά, την ανθρώπινή
τους κληρονομιά. Όχι τη φυλή, ή το χρώμα, ή το φύλο. Αλλά το γονίδιο εκείνο
που τους καθιστά υπεύθυνους να παλεύουν για μία βέλτιστη ζωή. Γιατί, ακόμα και
όταν γεννιέσαι πέρα από τα άκρα της φυσιολογικής ζωής, είσαι υποχρεωμένος να
χρησιμοποιήσεις και το τελευταίο όπλο που έχεις για να παλέψεις για την γενιά
σου, και τις επόμενες».
Η Ρένα δακρύζει, όπως κάθε φορά
που λειτουργεί ως τα χέρια του Εφραίμ.
«Πάω να βάλω τα παιδιά στο
κρεβάτι», δηλώνει χαμογελώντας.
«Μπορώ να προσφέρω μία χείρα
βοηθείας;»
Γελούν και σωπαίνουν απότομα.
Αμήχανα.
«Τι θα έλεγες να τους πεις ένα
παραμύθι;» Τον ρώτα και τον φιλάς στο μέτωπο.
Εκείνος γνέφει και της λέει πως
την αγαπά. Η αγάπη της Ρένας άλλωστε είναι ο Θεός του, τα χέρια και τα πόδια
του, και τα παιδιά του το θαύμα.