Δεν πίνεις καν καφέ γιατί ξέρεις
πως στο τέλος της βόλτας σου θα καταλήξεις σ᾽ εκείνο το μικρό καφέ που
αγναντεύει την Ακρόπολη, περιτριγυρισμένο από γλάστρες με γιασεμί και
νυχτολούλουδα και με τα γέλια των νέων ανθρώπων γύρω σου, να θυμίζουν πόσο
τυχερός είσαι και σήμερα που η ζωή σου έδωσε την ευκαιρία να ξυπνήσεις και να
σταθείς στα πόδια σου.
Παίρνεις κλειδιά, τα γυαλιά σου
και κατεβαίνεις τις σκάλες. Ούτε κινητό ούτε τίποτα. Είναι η ώρα που θέλεις να
είσαι μόνος και αυτό δε θα στο απαγορέψει κανείς.
Περπατώντας στην αρχαία αγορά στο
Θησείο, θα δεις κάθε λογής άνθρωπο. Παρέες μικρές και μεγάλες, πλανόδιους με τα
μικρά πραγματάκια τους περιμένοντας τον «έναν» που θα τους σκεφτεί και θα
αγοράσει κάτι. Αγοράζεις έναν αναπτήρα κι ας μη καπνίζεις, μόνο και μόνο για να
δώσεις ελπίδα σε κάποιον, ίσως κρυφά να είναι κι αυτή που δεν έδωσαν ποτέ σε
σένα.
Και κάπου εκεί, μέσα στο κόσμο,
στις φωνές και στον ήλιο ακούς νότες. Νότες ακαθόριστης έντασης, φωνής ακόμη
και σχήματος. Υπό άλλες συνθήκες δε θα έδινες καν σημασία. Σήμερα, όμως, είχες
την ανάγκη από κάτι όμορφο, αγνό και ενθαρρυντικό.
Το αυτί σου συγκεντρώνεται και
εντοπίζεις τη πηγή της μελωδίας. Επιταχύνεις το βήμα σου κι ανηφορίζεις την αρχαία
αγορά προς τη Διονύσου Αρεοπαγίτου, και κάπου εκεί μέσα στο κόσμο, βλέπεις μια
μερίδα ανθρώπων σταματημένους κυκλικά, να χειροκροτούν κάτι το οποίο δεν
μπορείς να διακρίνεις.
Πλησιάζοντας βλέπεις τρεις
νεαρούς βγαλμένους από μια άλλη εποχή, εμφανώς καλύτερη απ᾽ τη δική μας, με
κιθάρα κι ένα σκαμπό το οποίο κρατούσαν ρυθμό (αργότερα έμαθες πως ονομάζεται καχόν
και είναι μουσικό όργανο),να τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και μια νεαρή
κοπέλα να χορεύει φλαμένγκο.
Ανοιγοκλείνεις λίγο τα μάτια, μέχρι
να συνειδητοποιήσεις πως είσαι όντως στο κέντρο της Αθήνας, μόνος, σε μια χώρα
που διαλύεται, πως δεν είσαι στην Ανδαλουσία που επισκέφτηκες πρόπερσι και πως
δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια παιδιά και καλλιτέχνες στις μέρες μας.
Περιμένεις να δεις πότε θα
τελειώσουν. Ήδη αισθάνεσαι καλύτερα ακούγοντάς τους και πιάνεις τον εαυτό σου
να χτυπάει ρυθμικά το πόδι, ενώ σιγομουρμουρίζει τη γνωστή μελωδία ενός έργου
του Μανουέλ ντε Φάγια.
Συνεχίζουν να τραγουδάνε και εσύ
βλέπεις το πάθος, τον έρωτα και την ένταση παντού γύρω τους. Αντιλαμβάνεσαι την
ικανοποίηση στα μάτια τους. Περνάει κόσμος και φεύγει, κι εσύ εκεί. Περιμένεις
να δεις πως θα κλείσουν όλη αυτή τη μαγεία στη θήκη της κιθάρας τους, στις
κλακέτες τους και θα πάνε παρακάτω.
Θέλει κότσια να καθίσεις στη μέση
του πουθενά, παρέα με τη μουσική σου και να κάνεις τον άλλον να σε προσέξει. Να
τον κάνεις να νιώσει κάτι, όταν βρίσκεται στο τρέξιμο και στο χάσιμο της
καθημερινότητας του.
Ξαφνικά καταλαβαίνεις τι είναι
αυτό που σε έκανε να προσέξεις εκείνα τα παιδιά. Η ελευθερία της ψυχής τους, η
αγάπη για τις ψυχές των άλλων και για ελεύθερες νότες.
Στέκονται εκεί και σε αγαπάνε
προσφέροντάς σου αυτό το ιδανικό που έχουν μέσα τους, αυτό που υπό άλλες
συνθήκες θα το μοιράζονταν μόνο με τους όμοιούς τους και δε σου ζητούν τίποτα
για αντάλλαγμα. Και μεταξύ μας δεν μπορείς να το ανταλλάξεις με κάτι όλο αυτό.
Ανακαλύπτεις πως μετά την αγάπη
είναι το πιο ανιδιοτελές πράγμα.
Στέκεσαι ακόμη εκεί και τους
κοιτάζεις. Το τελευταίο τραγούδι τους τελειώνει και χειροκροτάς με μανία,
νομίζοντας πως θα πληγιάσουν τα χέρια σου.
Δε θες να τους μιλήσεις, άλλωστε
τι μπορείς να πεις σε αυτούς τους ανθρώπους;
Συνεχίζεις να τους χαζεύεις που
μαζεύουν τα πράγματά τους και θαυμάζεις την ευλάβεια με την οποία φέρονται στα
μουσικά όργανα. Μέχρι τότε στα δικά σου μάτια φάνταζαν, απλώς άψυχα και κρύα αντικείμενα.
Σήμερα κατάλαβες πού κρύβεται η
δύναμη και η μαγεία αυτών των ανθρώπων. Ζωντανεύουν στα δικά τους χέρια και
σου χαρίζουν λίγη απ᾽ αυτή τη μαγεία που χρειάζεσαι στη ζωή σου.
Το θέαμα που μόλις παρακολούθησες
συνεχίζεις να το σκέφτεσαι ενώ έχεις πάρει το δρόμο της επιστροφής ,επιλέγοντας
να κάνεις τον κύκλο του Θησείου και να μην κάτσεις στο μικρό καφέ που πάντα
καθόσουν.
Επιλέγεις να περπατήσεις κι άλλο
μήπως ακούσεις και κάτι άλλο. Σου έχει αφήσει μια δίψα που πρώτη φορά νιώθεις.
Θέλεις να ακούσεις, να μάθεις να σφυρίξεις τη μελωδία.
Λίγο πιο κάτω ένας άλλος πάλι με
το μπαγλαμαδάκι του, υμνεί με το δικό του μοναδικό τρόπο τον Μάρκο Βαμβακάρη,
τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μανώλη Χιώτη κι όλους αυτούς που συνέθεσαν κάποτε την
μουσική της Ελλάδας για να τη καταντήσουμε έτσι όπως είναι τώρα.
«Τι σήμερα ,τι αύριο , τι τώρα ας
καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα...»
Στίχοι και μουσική από μια άλλη
ζωή, με περισσότερα μεν προβλήματα, αλλά με καλύτερη επικοινωνία, συνεργασία
και αυθεντικότητα.
Λίγο πιο κάτω ένας άλλος πάλι, και
ξαφνικά νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μια μεγάλη γιορτή κι ο καθένας είναι πρόθυμος
να σε ψυχαγωγήσει με το δικό του τρόπο και τη δική του ομορφιά.
Φτάνεις σπίτι που μέχρι κι αυτό
σου φαίνεται διαφορετικό πλέον. Μπαίνεις μέσα, ανοίγεις το παράθυρό σου. Η
Ακρόπολη φωτισμένη και ο ουρανός με ροζ αποχρώσεις προαναγγέλλει τη γλυκιά
νύχτα που θα ακολουθήσει.
Βάζεις καφέ, εκείνον που θα
έπινες και κάθεσαι στο καναπέ. Ούτε τηλεόραση, ούτε διαδίκτυο, ούτε ραδιόφωνο.
Συγκεντρώνεις την ακοή σου, όσο καλύτερα μπορείς στον έξω κόσμο, μην τυχόν κι
ακούσεις μελωδίες. Χωρίς αφιερώσεις, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συνοδεία από
ψεύτικα λόγια.
Περιμένεις κάποιον εκτεθειμένο
στον κόσμο μουσικό να τραγουδήσει για να σε κάνει να ανατριχιάσεις για μια
ακόμα φορά.
Καταλαβαίνεις πως αυτούς τους
ανθρώπους θα έπρεπε να τους προσέχουμε και να τους εκτιμάμε λίγο περισσότερο.
Γιατί δίνουν τη ψυχή τους για να περνάμε έστω για τρία βήματα καλά.
Ησυχία! Κάπου στο βάθος της
πόλης.
«Εδώ στου δρόμου τα μισά, έφτασ'
η ώρα να το πω...»