Ξέρω τι με τράβηξε κοντά σου. Μου είναι πλέον εντελώς
ξεκάθαρο.
Δεν ήταν ούτε το σώμα σου, ούτε το πρόσωπο σου, ούτε τα
μακριά μαλλιά που ανέμιζαν με χάρη, κάθε φορά που κουνούσες νωχελικά το κεφάλι,
κοιτώντας δεξιά και αριστερά.
Εκείνο που έκανε το βλέμμα μου, να κολλάει για ώρες στο
δικό σου, ήταν εκείνα τα μελαγχολικά μάτια, που, γεμάτα από αγάπη, μου φώναζαν
να έρθω κοντά σου και να μη σ᾽ αφήσω ποτέ.
Ένιωθα ρίγος να διαπερνά το κορμί μου κάθε φορά που το
βλέμμα σου, καρφωνόταν στο δικό μου, κάνοντας με να νιώθω άβολα, σαν μικρό και άβγαλτο παιδί.
Μ᾽ έκανες να κοκκινίζω και παράλληλα να θέλω να σ᾽ αρπάξω
και να σε κάνω μεμιάς δική μου.
Θαρρώ πως μέχρι σήμερα, δε με έχει ξανακοιτάξει γυναίκα
έτσι.
Σίγουρα δε σε ερωτεύθηκα τρελά.
Μου είναι πολύ δύσκολο ν᾽ αφεθώ σ᾽ αυτούς του χαζο-έρωτες
και μου είναι ακόμη δυσκολότερο να ξεφύγω απ᾽ αυτό που είμαι.
Τα έκανα μικρός αυτά. Πλέον μεγάλωσα. Δε μου επιτρέπονται
λάθη και παιδικές συμπεριφορές και δεν πιστεύω σ᾽ έρωτες τρελούς και αηδίες.
Όμως, σίγουρα σε αγάπησα με τη μία κι αυτό είναι η μόνη αλήθεια
μου, παρόλο που μαζί σου ανακάλυψα και μια πιο ευαίσθητη και ζεστή πλευρά του
εαυτού μου.
Ναι! Μη γελάς. Αλήθεια λέω, παρόλο που ποτέ δε μπόρεσα να
στο δείξω.
Κάπως έτσι, ξεκίνησε το παιχνίδι μας. Ένα παιχνίδι καλά
στημένο απ᾽ την αρχή, με όρους και κανόνες δικούς μου και με εσένα συμπαίχτρια
να παραπονιέσαι συνεχώς, αλλά ποτέ να μην εγκαταλείπεις.
Όσο δύσκολο κι αν σου το έκανα, όσες φορές κι αν έκανα εκείνα
τα μελαγχολικά μάτια να κλάψουν, ποτέ δεν έφυγες και ποτέ δεν είπες τα παρατάω.
Κι όταν το παιχνίδι γινόταν δύσκολο κι η νίκη για σένα
άπιαστη, τότε απομακρυνόσουν τόσο, όσο χρειαζόσουν για να κλάψεις σαν το μικρό
κοριτσάκι που το βάζουν τιμωρία, και μετά επανερχόσουν με νέες δυνάμεις,
θέληση, υπομονή και τρομερή επιμονή.
Γι᾽ αυτό σε θαύμαζα και θα σε θαυμάζω πάντα. Για όλα αυτά
που ποτέ δεν παράτησες και για το όχι που ποτέ δεν είπες, όσο εύκολο κι αν σου
το έκανα.
Το ήξερα πως σε πονούσα. Έβλεπα ξεκάθαρα στα μάτια σου
τον πόνο της ψυχής σου, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να το σταματήσω.
Μου είχε γίνει απαραίτητη συνήθεια να σε τσιγκλάω,
προσπαθώντας να σε κάνω να φύγεις, ώστε να μου αποδείξεις πως δεν άξιζε.
Όμως έμενες εκεί. Σε έβλεπα να επιμένεις, να παλεύεις, ν᾽
αρνείσαι να δεχτείς την ήττα που κατάματα έβλεπες. Να διαστρεβλώνεις τα λόγια μου, φέρνοντάς τα στα
μέτρα σου, ώστε να παίρνεις δύναμη και να μπορείς να συνεχίζεις τον ατελείωτο αγώνα
που ποτέ δεν έπαψα να επαναλαμβάνω πως ήταν χαμένος.
Γι᾽ αυτά και τόσα άλλα, μπορώ να πω πως αγάπησα και σένα
και τα πάντα επάνω σου. Αγάπησα εκείνη την χαζούλα έκφραση που έπαιρνε το
πρόσωπο σου όταν γελούσες, τον τρόπο που με ρωτούσες για πράγματα, σαν μικρό
κοριτσάκι, την έκπληξη στα μάτια σου όταν σου έκανα παρατηρήσεις, προσπαθώντας
να σε κατεβάζω απ᾽ το ροζ συννεφάκι σου, μην τυχόν και παρασύρεις και εμένα
μαζί σου.
Ξαφνικά εμφανιζόσουν απ᾽ το πουθενά κι ένιωθα την καρδιά
μου να σκιρτά σαν παιδαρέλι κι όλο αυτό δεν το ήθελα ούτε στη φαντασία μου.
Είχα φτιάξει τη ζωή μου τόσο καλά, κι είχα χτίσει τα τείχη
μου τόσο ψηλά! Πώς στο διάολο, κατάφερες να τα ξεπεράσεις; Πώς κατάφερες να με
κάνεις να γίνομαι έστω και για δυο λεπτά παιδί;
Γύριζες στα ξαφνικά, γιατί λέει «σου ᾽ρθε» με αγκάλιαζες
σφιχτά και μου φώναζες «σ᾽ αγαπώ» δίχως τέλος. Μου έδινες ένα πεταχτό φιλί στο
μάγουλο και με φώναζες «ζωή μου».
Και πώς εγώ θα το διαχειριζόμουν όλο αυτό; Ήταν τόσο έξω από
εμένα. Παρόλο που ήθελα να σου φωνάξω «κόψε τα χαζά ή σταμάτα τα παιδιαρίσματα»,
αφηνόμουν ελάχιστα δευτερόλεπτα, ίσα για να νιώσω λίγη απ᾽ την αφέλεια, απ᾽ την
αγάπη που έβλεπα στα μάτια και την ψυχή σου.
Τόσα λίγα δευτερόλεπτα, πριν αρχίσω να σε σπρώχνω μακριά
μου, επαναφέροντάς σε στην πραγματικότητα και κόβοντάς σου την τρελή παρόρμηση
που μ᾽ έκανε να φοβάμαι τόσο πολύ.
Τότε άρχισα να βλέπω, το μέγεθος της αγάπης μου να με
τρομάζει.
Αν τελικά στο τέλος, δεν κατάφερνα να ελέγξω τα
συναισθήματα μου; Αν το τόσο καλά στημένο παιχνίδι γύριζε; Αν ξαφνικά γινόμουν
εγώ ο χαμένος κι εσύ ο νικητής; Γιατί τελικά αυτή είναι η αλήθεια!
Το έβλεπα σαν παιχνίδι με νικητή και χαμένο. Δεν μπορούσα
να δω την ισοπαλία και αρνιόμουν να δεχτώ πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε
διαφορετικά απ᾽ ό,τι τα είχε στήσει το τετραπέρατο μυαλό μου. Εκείνο που ποτέ
δε ξεφεύγει και ποτέ δεν κάνει λάθη.
Προσπαθούσα να στο κάνω ακόμη πιο δύσκολο. Εσύ, με
μεγαλύτερο θράσος, προσπαθούσες να κάνεις το δικό σου. Μ᾽ αυτήν τη γαμημένη
επιμονή σου μ᾽ έκανες να δένομαι κάθε μέρα και περισσότερο. Με έκανες να ψάχνω
το κορμί σου το βράδυ, για να ζεστάνει το δικό μου. Μ᾽ έκανες να θέλω να σε έχω
συνέχεια δίπλα μου, να έχω ανάγκη την αγάπη, την αγκαλιά, τη φροντίδα σου. Να
θέλω να σου φωνάξω να μείνεις για πάντα εδώ.
Κρίμα που ποτέ δεν κατάφερα να στο πω και πιο πολύ κρίμα γιατί
ξέρω πόσο μεγάλη ανάγκη είχες να το ακούσεις.
Ποτέ δεν σου έκανα το χατίρι, αντιθέτως, μονίμως δειλός,
έκανα εκείνο που ήξερα να κάνω καλύτερα. Απομακρυνόμουν και σ᾽ απέφευγα. Και
εσένα κι όλα αυτά που το στόμα μου ήθελε τόσο πολύ να ξεστομίσει.
Όμως, θέλω να ξέρεις πως παρόλο που δεν στο είπα ποτέ, το
ένιωσα δυνατά. Σ᾽ αγάπησα πραγματικά, σ᾽ αγαπώ και θα συνεχίσω να σε αγαπώ
γιατί είσαι αυτή που είσαι. Για τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Γιατί παρόλο που είσαι απείρως μακριά από ό,τι είχα
φανταστεί, είσαι ακριβώς όπως είχα ανάγκη να είσαι.
Γιατί τελικά μου αρέσει που είσαι παρορμητική που έχεις ό,τι
δεν έχω, που παθιάζεσαι με τα πάντα και το καθετί και που κλαις με το
παραμικρό.
Γιατί μου αρέσει τελικά, η μανία σου, να κολλάς πάνω μου
σαν βδέλλα. Γιατί μου αρέσει που με αναγκάζεις συνεχώς να σε φιλάω και
εκβιάζεις το «σ᾽ αγαπώ».
Γιατί είσαι άγαρμπη κι έχεις σπάσει τα πάντα στο σπίτι
μου, γιατί είσαι πεισματάρα σε σημείο που θέλω να σε πιάσω απ᾽ τον λαιμό και να
σε πνίξω, γιατί είσαι περίεργη και ζηλιάρα και ψάχνεις το κινητό μου, κάνοντάς
με να θέλω να σε πετάξω με τις κλωτσιές, έξω από το σπίτι.
Σ᾽ αγάπησα, γιατί μόνο εσύ κατάφερες να δεις, πίσω από
την πληγή μου και πίσω από τα λόγια μου. Γιατί με έκανες να νιώσω μοναδικός.
Γιατί μ᾽ άφηνες να μιλάω ατελείωτες ώρες και να λέω ό,τι
μου κατέβει στο μυαλό, χωρίς να νιώθω πως θα κατηγορηθώ για οτιδήποτε.
Γιατί μπορούσα να χωθώ στην κατάθλιψή μου, χωρίς να με
κατηγορήσεις και γιατί μπορούσα να σε διώξω μακριά μου και να σε δω να
ξαναγυρίζεις.
Γιατί σπατάλησες χρόνο και ψυχή από την δική σου, για να
κοιτάξεις βαθιά μες στη δική μου και γιατί τα δώρα που μου έδωσες, ήταν
περισσότερα από όσα ζήτησα.
Γιατί βλέπω τα μελαγχολικά σου μάτια να λάμπουν όταν
κοιτούν τα δικά μου και τότε νιώθω πως με αγαπάς πραγματικά, όπως δε με έχει
αγαπήσει ποτέ κανένας.
Γιατί κατάλαβα πως ήρθες με μοναδικό όπλο την αγάπη σου
και κατάφερες να αλλάξεις τον κόσμο μου και να σβήσεις τον πόνο μου.
Γι᾽ αυτά και άλλα τόσα σε αγαπάω, μικρή μου, και ας μη
στο πω ποτέ. Και ας φοβάμαι.