Πόσες μονόπλευρες υποχωρήσεις χωράνε ανάμεσα σε μία σχέση
που μοιράζονται δύο; Πόσα «με πνίγεις», «δεν αντέχω» μπορείς να στριμώξεις σ᾽
ένα συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, παραδεχόμενος μία ενοχή για την οποία
δεν είσαι σίγουρος; Εν τέλει, για πόσο μπορείς να κάνεις τον φταίχτη
καραγκιόζη, προκειμένου να σφίξεις λίγο παραπάνω στις παλάμες την υποτιθέμενη
ευτυχία σου;
Γράπωσες τα κλειδιά του αυτοκινήτου και, μ᾽ άγνωστο
προορισμό, χάθηκες μέσα στη νύχτα. Έτσι κάνεις κάθε φορά που τα πράγματα
φτάνουν στο απροχώρητο κι ύστερα, σαν την υστερική, πάνω από ένα τηλέφωνο σε παρακαλάω να
γυρίσεις.
Όχι, όμως, σήμερα. Πάει καιρός που κάθομαι και μετράω τα
μέτρα και τα σταθμά, που χαστουκίζω την αδυναμία που σου έχω και της κοπανάω το
κεφάλι στον τοίχο για να σωπάσει. Δε θέλω να με τραβάει άλλο απ᾽ τα μαλλιά για
να γυρνάω πίσω. Δε θέλω να τα κάνει άλλο τακίμι με τον χρόνο και τη συνήθεια
και να μου καρφώνει τα πόδια στο έδαφος για να μην το κουνήσω.
Απόψε κατάφερα να χωρέσω τον εαυτό μου σε μια βαλίτσα κι
είμαι πια έτοιμη ν᾽ αποχωρήσω. Προτού, όμως, την κάνω σου χρωστάω δυο λόγια.
Λένε πως στον έρωτα πρέπει να σβήνεις την προσωπική
επιθυμία και ν᾽ αφήνεις τις ανάγκες του άλλου να φιγουράρουν σ᾽ ένα συνεχές γκρο
πλαν. Ποτέ δεν τη φλέρταρα την ιδέα. Έβγαζα σπυριά μόνο στη σκέψη. Μέχρι που
σαν βλάκας την πάτησα. Ερωτεύτηκα κι απάτησα μαζί σου κάθε ιδεολογία.
Εγώ για σένα άλλαξα. Έκανα τον εαυτό μου χάρτινο και τον
δίπλωσα σε οχτώ κομμάτια για να χωρώ σε κάθε τσέπη σου. Έσπασα μέσα στα χέρια μου κάθε μορφής
αξιοπρέπεια, προσδοκία, ξεχαρβάλωσα το δείκτη της πυξίδας που έδειχνε πάντα τον
εαυτό μου κι ακολούθησα τ᾽ απρογραμμάτιστα βήματά σου.
Ήταν ωραίο το ταξίδι στην αρχή, γεμάτο από μένα κι από
σένα και τον εγωισμό κολλημένο στη νεκρά ταχύτητα. Αγαπούσες τον τρόπο που
έστριβα τσιγάρο, αγαπούσα τον τρόπο που ανακάτευες τα μαλλιά σου.
Έπειτα μεγάλωσες κι έπρεπε να μεγαλώσω κι εγώ μαζί σου.
Άρχισες ν᾽ αγαπάς τις ταμπέλες και τα σχεδιαγράμματα. Οργάνωσες τη ζωή μας γύρω
απ᾽ αυτά και πήρες την απόφαση να γίνουμε καθωσπρέπει.
Καθωσπρέπει χαρακτήρες, καθωσπρέπει εραστές, καθωσπρέπει
ρηχοί.
Πνιγήκαμε μέσα στη ρουτίνα ενός πεταχτού φιλιού πριν τη
δουλειά κι ενός πλευρού που γύριζε τα βράδια, με τη δικαιολογία του
κουρασμένου. Χάσαμε κάθε ουσιαστική επαφή και γίναμε δυο ξένοι που μοιράζονταν
το ίδιο πάπλωμα. Κατ᾽ ανάγκη.
Έσφιξα τα δόντια, όμως, κι έμεινα. Κατάπια τάσεις φυγής,
κράτησα και με τα δυο χέρια το ξεχειλωμένο σχοινί για να μη σπάσει και βούλιαξα
κάθε ύπουλη σκέψη που ψιθύριζε να τα παρατήσω.
Η αλήθεια ήταν πως είχαμε αρχίσει να ξεφτίζουμε και δε λέγαμε
να το πάρουμε χαμπάρι. Το σπίτι θύμιζε εμπόλεμη ζώνη. Σφηνωμένες γροθιές στις πόρτες,
αναποδογυρισμένα τραπέζια και η αγαπημένη μου σειρά μπιμπελό, θρύψαλα, να με
χαιρετάει απ᾽ το πάτωμα.
Ξαφνικά άρχισα να μη σου κάνω. Φάνταζα παράταιρη στα
μάτια σου, με πλευρές κακοφτιαγμένες που ήθελαν ψαλίδισμα για να έρθουν στα ίσα
τους. Ξεκίνησες να κόβεις λίγο από εδώ, λίγο από εκεί για να μου δώσεις σχήμα.
Για να έρθω στα νέα μέτρα σου.
Άλλαξες τον τρόπο που πίνω τον καφέ μου, γιατί τάχα μου
έκανε κακό η ζάχαρη. Έσβηνες τη φωνή μου κάτω απ᾽ τη δική σου γιατί ξέφευγα,
έλεγες, κι έπρεπε να με συνεφέρνεις. Στις βόλτες μας κρατούσες σφιχτά το χέρι για
να μην προσπερνάει το βήμα μου το δικό σου. Στις νύχτες μας, ζητούσες το σώμα
μου με πείσμα κι εγωισμό χωρίς να δέχεσαι αντιρρήσεις. Έχτισες γύρω μου μια γυάλινη
φυλακή με θέα και με μάρκαρες με σφραγίδα πως ήμουν δική σου.
«Δεν είμαστε πια παιδιά», μου έστριψες στα μούτρα, απαιτώντας
να συμμορφωθώ στα δεδομένα.
Ξέχασες τον άνθρωπο που ερωτεύτηκες. Πάτησες πάνω στην
ανάγκη μου να υπάρχεις στη ζωή μου, ντύθηκες στη σιγουριά της σχέσης και
πίστεψες πως θα φέρεις τα πάνω-κάτω κατά πώς θες. Κι ως ένα σημείο το πέτυχες, εδώ που τα λέμε.
Άργησα να ξαναβρώ τις σταθερές μου. Άργησα να με σηκώσω
στα χέρια και να με πάω ένα βήμα πιο κάτω. Για χρόνια έφτανα ως το πόμολο της πόρτας
και κατέβαζα το χέρι πριν να το ακουμπήσω.
Τα κατάφερα, όμως, και τελικά συνειδητοποίησα πως αγαπώ
την ελευθερία μου πιο πολύ από σένα. Γουστάρω να τη φουμάρω και να την κατεβάζω
βαθιά μέχρι τα πνευμόνια.
Στο είχα πει μια φορά: «Εμένα μη μου φοράς χαλινάρι. Μη με οργανώνεις και μη με
τακτοποιείς σε συμμετρικά κουτιά, στοιβαγμένα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο.
Δε θέλω καλοκουρδισμένα γρανάζια και προγράμματα. Έμαθα ν᾽ αγαπώ τον αέρα μου
και να είμαι φάλτσα νότα».
Κι αν νομίζεις πως φοβάμαι να μείνω χώρια σου, μάλλον δεν
έχεις ιδέα πόσο μεγάλος είναι ο φόβος μου όταν νιώθω πως με χάνω. Κι όταν με
χάνω, δε χαμπαριάζω. Δίνω μια και τα γκρεμίζω όλα.
Σε αφήνω, λοιπόν, με την τακτοποιημένη ντουλάπα σου, τα καλογυαλισμένα παπούτσια σου και την
αψεγάδιαστη ζωή σου. Εγώ, εξάλλου, σ᾽
αυτήν ποτέ δε χώρεσα.
Ακουμπάω τη ζωή μας στο τραπέζι, παρέα με μια συμβουλή.
Αν δεν μπορείς να τρέχεις πλάι-πλάι με αυτόν που αγαπάς, μάθε τουλάχιστον να τον
καταλαβαίνεις.