Θα είσαι πάντα το απωθημένο
μου. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας που ποτέ δε θα λάβει μια ολοκληρωμένη κι
ευτυχισμένη όψη. Θα έχει πάντα τη μορφή ενός ανθρώπου με σκυθρωπό και γεμάτο
δυστυχία πρόσωπο. Θα απέχει από εκείνη τη γαλήνια όχθη. Θα είναι πάντα μέσα στη
τρικυμία.
Κανένας δε θα με κατακτήσει όπως εσύ.
Καμιά ερωτική ιστορία δε θα είναι σαν τη δική μας. Μακάρι να είχαμε ένα
ευτυχισμένο τέλος. Ο δικός μας κύκλος, όμως, έμεινε μισός. Δεν μπόρεσε να πάρει
την τελική του μορφή, να τρίψει λίγο τα μούτρα του στη συνήθεια.
Επέλεξα να μείνω εδώ. Ν᾽ αναπολώ
όλες τις στιγμές που έζησα μαζί σου. Επιθυμώ να καταδιώκεις το μυαλό μου.
Σε κάθε πρόσωπο βλέπω το
δικό σου. Τις γκριμάτσες που μου έκανες και γελούσαμε, το βλέμμα που μπορούσε
να με καθηλώσει, τα χείλη σου που πάντα μου άφηναν μια γλυκιά γεύση σε κάθε
επαφή.
Ξέρουμε κι οι δυο πως η ιστορία μας
έχει τελειώσει. Πως για μας δεν υπάρχει καμιά άκρη για να την ξαναπιάσουμε από
την αρχή. Επιμένω, όμως, να μένω εδώ. Να σε κρατάω δέσμιο της σκέψης μου.
Επιμένω ν᾽ αφήνω το μαξιλάρι δίπλα
μου χωρίς να του βάζω φωτιά. Να ξυπνάω και ν᾽ αγκαλιάζω τη ξεθωριασμένη μυρωδιά
σου. Επιμένω ν᾽ αφήνω εκείνη την πράσινη κούπα, που σου άρεσε να πίνεις τον
καφέ σου, άθικτη πάνω στο τραπέζι. Να χαζεύω το αποτύπωμα των χειλιών σου στην
άκρη της και να φαντάζομαι πως μένεις ακόμα εδώ.
Δε θέλω να πλύνω τίποτα δικό σου,
μη και χαθεί αυτή η οικεία αύρα που κάποτε γέμιζε με έρωτα και ζωή αυτό το
σπίτι. Ούτε και να πετάξω κάτι θέλω. Θα ήταν μάταιο, άλλωστε, αφού μένεις
γαντζωμένος σε κάθε σκέψη μου.
Θυμάσαι τότε που ονειρευόμασταν ν᾽
αγοράσουμε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα και να κάνουμε πολλά παιδιά; Θέλαμε
πράγματα απλά, μα σ᾽ εκείνες τις απλές στιγμές βασιζόταν όλη η ευτυχία μας.
Τώρα εκείνα τ᾽ ανεκπλήρωτα όνειρά
μας θα κλάψουν διπλά σ᾽ εκείνο το άχτιστο σπίτι κι έπειτα θα πνιγούν στα βάθη
της θάλασσας.
Ξέρεις… πολλές φορές σκέφτομαι τι
θα γινόταν αν αλλάζαμε λιγάκι τις μοίρες των γεγονότων. Θα είχαμε άραγε εκείνο
το ευτυχισμένο τέλος ή θα έπαιρνε άλλη πορεία όλη αυτή η μαγεία;
Ο έρωτας που μοιραστήκαμε κόπηκε στις
λέξεις. Δεν ξέρω πια τι μορφή έχουν πάρει εκείνα τα όνειρα που χτίσαμε παρέα.
Δεν μπόρεσα να σε χορτάσω, δεν
κατάφερα να πάρω μια γερή τζούρα από σένα.
Έγινες ένα απωθημένο από εκείνα
που πονάνε στις αλλαγές της διάθεσης. Ήσουν ένα όνειρο που δεν κατάφερα να
ζήσω. Μια μαγική κι ανείπωτη ιστορία που δε θα μάθει ποτέ κανείς το τέλος.