Γράφει η Στεύη Τσούτση.
Ποια τα δεσμά που τους δένουν; Ποιες αόρατες δυνάμεις
ορίζουν τις αποστάσεις τους και ποιες τα στεγανά τους;
«Είσαι δικός μου», λέω και τρομάζεις.
«Είσαι κομμάτι μου», λέω κι απομακρύνεσαι.
Κι εγώ απομένω να σε κοιτώ καθώς κάνεις βήματα προς τα
πίσω. Πολλά βήματα… Κι είναι το κάθε τους χνάρι που με πληγώνει.
Με γονατίζει. Δε νιώθουμε το ίδιο. Ω ναι, είναι κάτι
παραπάνω από προφανές.
Εγώ είμαι εγώ. Ονειροπόλα, τρυφερή, ρομαντική. Κτητική με
λες.
Κι εσύ είσαι εσύ. Αποφασιστικός, περιποιητικός,
προνοητικός. Κτητικό σε λέω.
Το αρνείσαι. Το αρνούμαι κι εγώ.
Πεδίο μάχης το σπίτι με τον καθένα να καλύπτει τη μεριά
του. Να σηκώνει τα τείχη του και ν᾽ αμύνεται. Γιατί με πολεμάς; Γιατί αμύνεσαι;
Δένονται οι άνθρωποι, μάτια μου. Γίνεται με τον καιρό ο
ένας κομμάτι του άλλου. Γίνονται ένα.
Δε ζήτησα ν᾽ απαρνηθείς τον εαυτό σου. Δε διανοήθηκα καν
πως θα χάσεις όλα αυτά που είδα κι αγάπησα σε σένα. Δε σε θέλω άλλον. Σε θέλω
όπως είσαι.
Δε μεταλλάσσεσαι με το να είσαι δικός μου. Δεν αλλάζω με
το να γίνομαι δική σου.
Κράτα το χέρι μου και μύρισε το. Μύρισε το λαιμό μου,
μύρισε την ανάσα μου. Θα σου φανούν οικείες οι μυρωδιές.
Μυρίζω από σένα. Ποτίζω από σένα. Έρωτα τον λένε.
Συμβίωση, που να πάρει! Τι τρομάζεις;
Τι είναι αυτό που σε φοβίζει στο συναίσθημα που
μοιραζόμαστε;
Μες στον ύπνο σου, στα τυφλά, μ᾽ αναζητάς. Κι όταν
καταλαβαίνεις πως μ᾽ αγγίζεις, χαμογελάς κι ηρεμείς.
Πάντα σου το κάνεις. Και χαμογελώ κι εγώ, κι ας με
ξυπνάς. Γιατί την ίδια ανάγκη νιώθω. Αυτή του να σ᾽ αγγίζω.
Αυτή τη σιγουριά της παρουσίας σου ζητώ. Αυτή την αίσθηση
πως, αν είσαι δίπλα, δεν έχει κρύο, δεν έχει ζόρια, δεν έχει τίποτα που να μην
μπορεί να λυθεί.
Μαζί… Πάντα μαζί κι όλα θα λύνονται.
Μόνο να μη φοβάσαι. Μη με φοβάσαι. Όπως παλεύω να μη σε
φοβάμαι κι εγώ.
Κάλυψε τις αποστάσεις μας όσο αργά θέλεις και μπορείς.
Έχω υπομονή. Κι αντοχές έχω.
Μόνο το φόβο σου δεν αντέχω. Δε με προσβάλλει, με πονάει.
Τον νιώθω ψυχρή λεπίδα να με διαπερνά. Μυρίζω το αίμα μου κι ας μην το βλέπω. Πονώ.
Πάρε όσο χρόνο θέλεις. Μόνο μη με φοβάσαι.
Ρίσκο θέλει πάντα ο έρωτας, μάτια μου. Να βουτάς στα
τυφλά, μη γνωρίζοντας αν θα βρεις νερό να δροσιστείς ή βράχο να φας τα μούτρα
σου.
Εγώ ρισκάρω για σένα. Κάνε το κι εσύ για μένα κι έλα να
το ζήσουμε.
Δίχως βήματα πίσω. Μόνο μπροστά. Στην ανασφάλεια των
μεγάλων συναισθημάτων. Στην ανασφάλεια της ίδιας της ζωής.
Μαζί κι όπου βγει.
Θα είσαι δικός σου, μα και κομμάτι μου. Θα μου ανήκω αλλά
πάνω μου θα βρίσκεις χαραγμένο το όνομά σου.
Έτσι πρέπει να γίνεται.
Κι ας έρθουν ζόρια. Ποιος νοιάστηκε ποτέ για δαύτα; Ποιος
ερωτευμένος αληθινά τα υπολόγισε;
Κράτα μου το χέρι κι όλα τα άλλα λύνονται…στο μαζί…