Κατάσταση σοκ, τρόμος, θυμός, οργή,
απογοήτευση. Βλέπεις, δεν περίμενα να σε δω. Δεν περίμενα νʾ ακούσω την φωνή
σου.
Μεμιάς μαζεύτηκαν οι θύμισες να χορεύουν στο κεφάλι μου. Η σύγχυση ολοένα και
μεγαλώνει. Δεν είχα προβάρει στο μυαλό μου αυτή την σκηνή. Νιώθω σαν
αποτυχημένος κομπάρσος κι εξακολουθώ να μην ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Πώς να
σʾ αντιμετωπίσω;
Εγώ σε σκότωσα. Σʾ έθαψα μαζί με ό,τι καλό ή όμορφο είχα γνωρίσει κοντά σου. Πώς στέκεσαι τώρα θνητός μπροστά μου; Πώς θα έπρεπε νʾ αντιδράσω;
Για μία στιγμή σκέφτηκα να σʾ
αγκαλιάσω για να νιώσω πως, όντως, είσαι εδώ! Ας μη μου εξηγήσεις. Θα είχες
τους λόγους σου που με πρόδωσες. Πάντα ήξερες τι έκανες. Ίσως ήθελες να μου
μάθεις τον πόνο, τη λύπη, την αχαριστία. Πως οι άνθρωποι πληγώνουν αυτό που
νοιάζονται και μετά εξαφανίζονται. Ήρθες για να βεβαιωθείς εάν τα έμαθα;
Σου απαντά το σώμα μου που μένει κοκαλωμένο νʾ αντικρίζει τη μορφή σου. Διάολε, δε σε ξέχασα ούτε για μία στιγμή. Αφού, λοιπόν, αυτό ήρθες να μάθεις, άδικα περιμένεις.
Η εικόνα μου άλλωστε σου χαρίζει
απλόχερα την ικανοποίηση του νικητή. Ένα αδύναμο σώμα. Ένα άχρωμο πρόσωπο. Τα
χείλη μου αδυνατούν μέχρι και να μειδιάσουν. Οι σακούλες κάτω απʾ τα μάτια γίνονται
ακόμα πιο εμφανείς. Κι εσύ γελάς.
Γλυκύτατό μου κάθαρμα, με κατέστρεψες. Ωμά κι ακατέργαστα στο λέω, μία και έξω. Είναι η πρώτη φορά που σε κοιτάζω και σε βλέπω πραγματικά όπως είσαι.
Σύρθηκες κοντά μου σαν σωστό
σκουλήκι. Κι εγώ αντί να σε ποδοπατήσω, σε μάζεψα απʾ τις λάσπες σου και σε τύλιξα
με μετάξι. Πώς, όμως, νʾ απαρνηθείς τη φύση σου;
Σε κάθε σου αγκαλιά δάγκωνες. Κοιτούσες
το κατόρθωμά σου και καμάρωνες. Πόσο γελοίος και μικρός φαίνεσαι τώρα στα μάτια
μου! Ούτε τον οίκτο μου αξίζεις. Μη χαρείς ούτε λεπτό, αν νομίζεις πως σε μισώ.
Πώς είναι δυνατόν να μισήσω κάτι που είναι ίσο με το μηδέν;
Στην αρχή πίστευα πως δε θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου. Μα ο άνεμος που σʾ έφερε, ο ίδιος ακριβώς σʾ έστειλε στο διάολο. Έτσι, ανέλπιστα για σένα, κλείνω την πόρτα. Γυρίζω το κλειδί και κάθομαι ατάραχη στον καναπέ μου.
Από πίσω ακούγεται η φωνή σου. Με
ικετεύεις να σου ανοίξω. Με παρακαλάς να ξοδέψω έστω πέντε λεπτά απʾ το χρόνο
μου για να μου μιλήσεις.
Πάρε τις συγγνώμες σου και τις μετάνοιες και σʾ άλλη πόρτα. Ξεκουμπίσου! Δε θέλω νʾ ακούσω τις ψεύτικες δικαιολογίες σου. Δε γουστάρω να πειστώ για τίποτα.
Απλά δεν μπορείς να δεχθείς την απάθειά μου. Δε με ξεγελάς. Μόνο ο
εγωισμός σου πληγώνεται. Εσύ δεν ξέρεις πώς είναι να νιώθεις.
Όσο για μένα μη σκας! Ξέρω πλέον
πώς να με προστατεύω από τοξικούς ανθρώπους. Εσύ φρόντισες γιʾ αυτό. Άρα, τι
ψάχνεις τώρα;
Την επομένη το πρωί, σε βρήκα σʾ άθλια κατάσταση και πάλι έξω απʾ το κατώφλι μου. Αυτή τη φορά σου φέρθηκα όπως σου αξίζει. Σε ποδοπάτησα και σε προσπέρασα.
Δε σʾ αναγνωρίζω πια. Έγινα η
άκαρδη και σκατόψυχη που γούσταρες. Ήταν η τελευταία χάρη που σου έκανα. Σʾ
αφήνω τώρα εκεί κάτω, νʾ απαιτείς έστω την αδιαφορία μου και να σου γεννώνται
απορίες που κάποτε προσπαθούσα να λύσω κι εγώ.
Μην τολμήσεις να ξανάρθεις από ʾδω. Εσύ για μένα πέθανες. Εγώ σε σκότωσα!