Μια συμβουλή που διάβασα σ᾽ ένα
τοίχο πριν πάρα πολλά χρόνια, αλλά ακόμα θυμάμαι κι εφαρμόζω, είναι η εξής:
«Όταν κάποιος σου ανοίγει την
καρδιά του και σου λέει το πρόβλημά του, μην απαντήσεις λέγοντάς του κάτι
χειρότερο που συνέβη σε σένα. Άφησέ τον να έχει τη σκηνή όλη δική του».
Το πώς αντιδρούμε στις δυσκολίες
των φίλων μας είναι συχνά ο καταλυτικός παράγοντας που καθορίζει τι φίλοι
είμαστε. Με ποιον θα πιούμε δύο μπίρες, θα κάνουμε κουτσομπολιό ή θα
σχολιάσουμε την κοπέλα απέναντι δεν είναι μεγάλη δουλειά!
Εκεί που συχνά φαίνεται ο φίλος,
ο άνθρωπος, είναι στο πώς χειρίζεται τις δύσκολες στιγμές κάποιου. Δεν είναι
πάντα το αν θα βοηθήσεις στη μετακόμιση ή αν θα μιλήσεις στο chat στις
δύο τα ξημερώματα. Είναι και τι θα πεις και πώς θα το πεις.
Εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά! Αγαπώ
τους φίλους μου αφάνταστα και πρόθεσή μου είναι να τους στηρίζω πάντα. Αλλά
είμαστε κι εμείς που κάνουμε την τρίχα,τριχιά, και δεν έχουμε την έμφυτη
ψυχραιμία άλλων.
Η πρώτη μου αντίδραση πάντα είναι
(αλά Ζουμπουλία απ᾽ το «Παρά Πέντε»): «Τι;;;;; Σε άφησε η Ντίνα/σε απέλυσαν/σου
χάλασε το πλυντήριο/ξέμεινες από τσιγάρα/σου έσπασε το νύχι; Και τι θα κάνεις
τώρα;»
Άλλοι πέφτουν στην παγίδα, του να
μην εφαρμόζουν τη συμβουλή που ανέφερα.
«Αυτό έπαθες εσύ; Άκου να δεις τι
χειρότερο έχει συμβεί σε μένα/τον αδελφό μου/την τρίτη μου ξαδέλφη!»
Η πρόθεση είναι καλή. Θέλουν να
δείξουν στον άλλο ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, υπάρχουν και χειρότερα, και
αφού ο όποιος γνωστός είχε αυτή την παρόμοια, μόνο πιο δυσάρεστη, εμπειρία που
ανέφεραν, είναι, πλέον, καλά, το ίδιο θα συμβεί και με σένα: θα το ξεπεράσεις
και όλα θα πάνε καλά.
Καμιά φορά, όμως, αυτή η παράθεση
ενός άλλου, μεγαλύτερου κακού, έχει τ᾽ αντίθετο αποτέλεσμα. Αφενός, αν έπαθε
κάποιος άσχετος με σένα (ή έστω, ο φίλος με τον οποίο μιλάς) κάτι χειρότερο, δε
βοηθάει σε τίποτα εσένα. Άσε που στα μάτια του καθενός μας, για κάποιο χρονικό
διάστημα τουλάχιστον, μόνο ο δικός μας πόνος κι η δική μας κατάσταση είναι η
χειρότερη και, καθώς ποτέ δύο καταστάσεις δεν είναι πανομοιότυπες, η δική μας
θα μας φανεί και πάλι στο τέλος η πιο δραματική.
Αφετέρου, η καλή πρόθεση μπορεί
να παρεξηγηθεί. Εγώ σου λέω τον πόνο μου κι εσύ μου λες για κάτι χειρότερο που
συνέβη σε κάποιον; Είναι, σχεδόν, σαν να μου λες πως αυτό που περνάω εγώ δεν
είναι αρκετά βαρύ και σοβαρό, γιατί εσύ έχεις ακούσει κάτι χειρότερο. Άρα να
σταματήσω να σου κλαίγομαι, να πάρω τα μπογαλάκια μου και να πάω αλλού;
Μυγιάγγιχτη αντίδραση; Ίσως, αλλά πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη ότι ο
συναισθηματικά φορτισμένος αντιδρά έτσι καμιά φορά.
Αύριο, μεθαύριο, μπορεί να δω κι
ο ίδιος το πρόβλημά μου μ᾽ άλλα μάτια, πιο ήρεμα, και ν᾽ αναρωτηθώ γιατί έκανα
τόσο χαμό. Να δω την απόλυση σαν ευκαιρία για κάτι καινούργιο, να δω το χωρισμό
μου ως ελευθερία που θα έπρεπε να έχω αναζητήσει μόνος μου και να έχω διορθώσει
τα πιο πρακτικά προβλήματα για τα οποία πελάγωσα χτες. Σήμερα, όμως, αυτή τη
στιγμή, άφησε με να έχω τη σκηνή. Το έχω ανάγκη γιατί δεν είμαι καλά.
Υπάρχουν άτομα που γεννήθηκαν
«φίλοι» ή «εξομολογητές». Δε χρειάζεται να περάσουν χρόνια που τους ξέρεις, δε
χρειάζεται να τους βλέπεις κάθε μέρα. Εμπνέουν με το «καλημέρα» μια
εμπιστοσύνη, μια ηρεμία, μια σιγουριά, μια αγκαλιά, ένα «σε καταλαβαίνω».
Βρίσκεσαι ξαφνικά να τους λες τα προσωπικά σου, τα προβλήματά σου, χωρίς καν να
το συνειδητοποιείς. Αλλά σε κάνουν να νιώθεις άνετα. Νιώθεις ότι δε βαρυγκωμούν
με την «γκρίνια» σου και ξέρεις πως δε θα σε προδώσουν.
Άλλοι δεν έχουν αυτό το χάρισμα,
είναι πιο άγαρμποι, πιο ψυχροί, φαινομενικά τουλάχιστον. Αν τους πεις το πρόβλημά
σου, θα σε ακούσουν, αλλά δεν έχουν το χάρισμα να κάνουν μια συμβουλή ή μια
συζήτηση να φαίνεται φυσική κι αβίαστη. Δεν ξέρουν πως ν᾽ αντιδράσουν αν
κάποιος αρχίσει να κλαίει. Πελαγώνουν κι οι ίδιοι.
Δε σημαίνει ότι δε σ’αγαπούν,
απλά δεν τους βγαίνει η μαμά-εξομολόγος-ψυχολόγος τόσο καλά, όπως βγαίνει στους
άλλους.
Τι να κάνεις αν είσαι ένας απ᾽
αυτούς;
Άκου προσεκτικά αυτόν σου μιλάει.
Μη μιλάς παράλληλα στο chat ή βλέπεις ταινία. Αν είσαι κουρασμένος
ή κάνε την καρδιά σου πέτρα κι αποφάσισε αν είσαι πιο πολύ κουρασμένος ή φίλος.
Πες το ειλικρινά.
«Δεν μπορώ να σου μιλήσω αυτή τη
στιγμή γιατί δεν μπορώ να σου δώσω όλη μου την προσοχή. Μπορώ να σε πάρω στις
10;» Αν ο άλλος καταλάβει ότι τον ακούς με μισή καρδιά, νιώθει χειρότερα.
Ο κύριος ρόλος σου είναι ν᾽
ακούσεις. Τα λογικά ή τα παράλογα σχόλια για τους ανθρώπους που εμπλέκονται,
τις καταστάσεις, οτιδήποτε. Να κρατάς τα χαρτομάντιλα, όχι να βρεις τη λύση.
Μπορείς να εξηγήσεις πως καταλαβαίνεις
κάποια απ᾽ τα πράγματα που περνάει ο άλλος από προσωπική εμπειρία, αλλά μην
αναφερθείς στο δικό σου Γολγοθά.
Αν μπορείς, πρόσφερε μια πρακτική
βοήθεια. Δεν μπορείς να κάνεις τη Ντίνα να γυρίσει, ούτε να βρεις δουλειά σε
κάποιον. Υπάρχει, μήπως, κάτι άλλο πρακτικό που μπορείς να κάνεις; Να κρατήσεις
τα παιδιά για λίγες ώρες; Να προσφερθείς να κοιτάξεις τις μικρές αγγελίες ή να
ρωτήσεις γνωστούς μήπως ξέρουν για κάποια θέση;
Βάλε τον εαυτό σου στη θέση του
άλλου. Εσύ τι θα χρειαζόσουν σε μια ανάλογη περίπτωση; Δεν είμαστε όλοι ίδιοι
και δεν αντιμετωπίζουμε όλοι τα προβλήματά μας με τον ίδιο τρόπο, αλλά ποτέ δεν
είναι κακό να κάνουμε κάποιες προτάσεις, να δείχνουμε στον άλλο ότι τον
καταλαβαίνουμε και θέλουμε να βοηθήσουμε.
Δεν είμαστε όλοι ψυχολόγοι, δεν
έχουμε όλοι το σωστό λόγο έτοιμο για κάθε περίσταση. Αν κάνουμε, όμως, κάτι με
την καρδιά μας γιατί το νιώθουμε, γιατί το θέλουμε, τότε μετράει διπλά.
Κι αυτό αρκεί.