Μέσα στο μαγαζί έπαιζε Pantera. Στο μισοσκόταδο έβλεπες
τους κλασικούς old
school
μεταλλάδες με τα πέτσινα και την καραφλοκοτσίδα, να χτυπιούνται με την ίδια μπίρα που πάνε
βόλτα όλο το βράδυ.
Είχατε βγει για τα γενέθλιά σου μετά από πρόβα με τα
παιδιά απʾ την μπάντα, πράγμα που σήμαινε -εκ των πραγμάτων- ότι απʾ την
κούραση έβλεπες μόνο το ποτό που είχες μπροστά σου.
Ξαφνικά δύο μάτια φάνηκαν στο σκοτάδι.
«Χρόνια πολλά» ακούστηκε μέσα από τους καπνούς κι
απορημένος μέσα σʾ όλο αυτό το χαμό, βάζεις σκοπό της ζωής σου να βρεις σε
ποιαν ανήκουν αυτά τα μάτια. Ανάμεσα απʾ τις κραυγές του Anselmo, το «χρόνια πολλά»
αντηχούσε σαν χορωδία δίπλα στη θάλασσα, ενώ ο ήλιος ανέβαινε στον ορίζοντα.
Σου δίνει το χέρι.
«Χάρηκα».
Τρομοκρατημένος σκέφτεσαι αν το εννοεί ή αν το είπε απλά
για το τυπικό όπως όλοι. Όπως και να έχει, όμως, εκείνη τη στιγμή νιώθεις να
παίζουν ντραμς μέσα στο στομάχι σου κι ο χώρος ξαφνικά φωτίζεται, σαν χιλιάδες
πυγολαμπίδες να χορεύουν πάνω στα κύματα της θάλασσας.
Δεν είναι ότι απλά γνώρισες μια κοπέλα σʾ ένα μπαρ. Είναι
τʾ αναπάντεχο του να αλλάξει ξαφνικά η ζωή σου, εκεί που δεν το περίμενες. Εκεί
που είχες απογοητευτεί απʾ όλους και ειδικά από τις γυναίκες, ξαφνικά είδες φως.
Ποτέ δεν προδικάζεις την έκβαση μιας γνωριμίας, αλλά το
ένστικτό σου, σου έλεγε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Ενώ μιλούσατε, κάθε φορά
που την αντίκριζες, σε κατέκλυζε εκείνο το αίσθημα ολοκλήρωσης κι ευφορίας κάθε
φορά που έβλεπες το χαμόγελό της.
Την ερωτευόσουν όλο και περισσότερο με κάθε ματιά που της
έριχνες. Κάθε φορά που κοίταζες τα μάτια της.
Η εμπιστοσύνη που είχε χαθεί απʾ τις προηγούμενες σχέσεις
ήταν κάτι ακόμα πιο δύσκολο να την κερδίσει το άτομο απέναντί σου σε μια
καινούργια σχέση. Το «Trust
No One» που έλεγε στο The X- Files επί 9 σεζόν ο Mulder ήταν το μότο σου.
Είχες δύο επιλογές: ή να συνεχίσεις την αυτολύπηση και τη
μεμψιμοιρία ή να ρισκάρεις κι όπου σε έβγαζε, ακόμα κι αν κινδύνευες να σπάσεις
τα μούτρα σου. Ούτως ή άλλως, όταν έχεις φτάσει στον πάτο, ο μόνος δρόμος να
πας είναι προς τα πάνω. Δεν έχεις παρά να ανέβεις.
Σαν και σένα είχε περάσει πολλά. Δε στο είπε φυσικά απʾ
το πρώτο ραντεβού, αλλά φαινόταν η εμπειρία της ζωής στο όμορφό της πρόσωπο. Έβλεπες
στην έκφρασή της ότι αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο να μην πάρει το ρίσκο και στο
να επιστρέψει στη δική της θλίψη.
Άλλωστε «τι είχα, τι έχασα» θα σκεφτόταν. Ευτυχώς επέλεξε
το πρώτο.
Τον άνθρωπο που σε σώζει απʾ τη θάλασσα όταν πνίγεσαι,
τον θυμάσαι πάντα. Είναι αυτός που σου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Δεν τον
ξεχνάς.
Τον άνθρωπο που σου έδωσε έναν ουσιαστικό λόγο για να
ζεις τον θυμάσαι για πάντα. Αισθάνεσαι πως ο λόγος για να ζεις είναι να την
κοιτάζεις.
Κάπου εκεί συνειδητοποιείς πόσο μόνος ήσουν όλα αυτά τα
χρόνια. Γιʾ αυτό και την καψουρεύεσαι σαν σχολιαρόπαιδο κάθε φορά που σκαλώνεις
πάνω στο βλέμμα της.
Δεν είναι ότι δύο άνθρωποι αποφάσισαν ξαφνικά να ενώσουν
τις μοναξιές τους, επειδή απλά δεν ήθελαν να είναι μόνοι. Αυτό που ακούγεται
κλισέ και νομίζεις ότι θα το βρεις μόνο σε χαζές ρομαντικές ταινίες, μερικές
φορές ισχύει και στην πραγματικότητα. Σπάνια μεν, αλλά κάποιες φορές ισχύει.
Ήθελαν να ονειρευτούν ξανά. Και το κατάφεραν. Μαζί.