Έχω
μεγαλώσει και αναθρέψει αισίως τρία
σκυλιά στη ζωή μου, ως τώρα. Το κάθε ένα
με τη δική του προσωπικότητα, με τα δικά
του βιώματα, με τις δικές του αναμνήσεις
που χάραξε πάνω μου.
Αλλά
ποτέ μου δε θα ξεχάσω τον μικρό μου Σκοτ.
Ένα μαύρο Κανίς, που βγήκε αδύναμο και
καχεκτικό απ' την κοιλιά της μάνας του.
Όταν όλοι οι υπόλοιποι έβλεπαν ένα
υποψήφιο θύμα για ευθανασία, εγώ έβλεπα
έναν αληθινό φίλο.
Ο Σκοτ, ήρθε στην παιδική μου ηλικία για να τη γεμίσει με χρώμα, χαμόγελα αλλά κι ευθύνες. Έπρεπε να τον βγάζω βόλτα για να μην τα κάνει σπίτι, ν' αναλάβω να καθαρίζω τα σπασμένα που βρίσκαμε καθημερινά στο πάτωμα, να μην τον αφήνω πολλές ώρες μόνο του να κλαίει και να σηκώνει τους πάντες στο πόδι.
Ο Σκοτ, ήρθε στην παιδική μου ηλικία για να τη γεμίσει με χρώμα, χαμόγελα αλλά κι ευθύνες. Έπρεπε να τον βγάζω βόλτα για να μην τα κάνει σπίτι, ν' αναλάβω να καθαρίζω τα σπασμένα που βρίσκαμε καθημερινά στο πάτωμα, να μην τον αφήνω πολλές ώρες μόνο του να κλαίει και να σηκώνει τους πάντες στο πόδι.
Γυρνούσα
στο σπίτι ταλαιπωρημένος από διαβάσματα
και φροντιστήρια κι αυτός μου κουνούσε
την ουρά του, σαν να ήταν το μοναδικό
πράγμα που περίμενε να του συμβεί όλη
μέρα. Απόλυτο δέσιμο, ο ένας να υπάρχει
για τον άλλον.
Τον Σκοτάκο μου δεν τον πρόλαβα στα γεράματα του. Δεν τον είδα σιγά σιγά να κουράζεται, να κοιμάται και να μην έχει όρεξη για βόλτες και παιχνίδια. Δεν τον αποχαιρέτησα στο κρεβατάκι του βλέποντας τα παιχνιδιάρικα του μάτια να κλείνουν για τελευταία φορά.
Τον Σκοτάκο μου δεν τον πρόλαβα στα γεράματα του. Δεν τον είδα σιγά σιγά να κουράζεται, να κοιμάται και να μην έχει όρεξη για βόλτες και παιχνίδια. Δεν τον αποχαιρέτησα στο κρεβατάκι του βλέποντας τα παιχνιδιάρικα του μάτια να κλείνουν για τελευταία φορά.
Τον είδα να ξεψυχάει μπροστά μου, όσο κι αν πάλευε ο ίδιος να ζήσει. Με κομμένο τον λαιμό, με σπασμένα τα πόδια, με την σάρκα του ξεσκισμένη. Θύμα ενός άλλου λυσσασμένου σκύλου, θύμα του μεγαλύτερου θύτη σ' αυτές τις περιπτώσεις. Του ανθρώπου.
Θυμάμαι, τον κρατούσα αγκαλιά, καθώς έτρεχα προς το κτηνιατρικό κέντρο, φωνάζοντας για βοήθεια. Έτρεμε ελαφρά κι η ουρά του έκανε σπασμωδικές κινήσεις. Με κοιτούσε κι έκλαιγε με τρεμάμενη φωνή.
«Φτάνουμε αγόρι μου, φτάνουμε» του έλεγα νιώθοντας ήδη την πικρή γεύση των ασταμάτητων δακρύων στο στόμα μου. Η γιατρός έκανε τα αδύνατα, δυνατά. Μας ήξερε, τον ήξερε. Η λύσσα τον είχε μολύνει, ο λαιμός του ήταν πέρα από κάθε θεραπεία. Θα υπέφερε φριχτά αν τον κρατούσε στη ζωή. «Γιατρέ, τουλάχιστον να του κλείσω τα μάτια;», τη ρώτησα κι ούτε χρειάστηκα απάντηση. Τον αποχαιρέτησα κι έμεινα δίπλα του όλο το βράδυ.
Υπεύθυνος της όλης υπόθεσης; Ένας εικοσάχρονος νέος, ιδιοκτήτης του ντόπερμαν που επιτέθηκε, άνευ αιτίας, στον δικό μου σκύλο. Μικρή κοινωνία ήμαστε, αυτά τα πράγματα μαθαίνονταν. Όπως αποκαλύφθηκε, λοιπόν, ο συγκεκριμένος νεαρός κακοποιούσε επανειλημμένως τον σκύλο του, όπως και ό,τι ζωντανό είχε περάσει από τα χέρια του. Τα κρατούσε νηστικά στην αυλή του για ώρες και μετά τους έριχνε ωμό κρέας για να τα κάνει, λέει, πιο δυνατά και άγρια. Τα έβγαζε στον καυτό ήλιο και τα χτυπούσε με μαστίγιο, για να σκληρύνει το δέρμα τους. Τους έδενε τα πόδια και τα έβαζε να σέρνονται στα χαλίκια και στον δρόμο, για να δυναμώσουν τα πλευρά τους.
Ο άνθρωπος δε χρειάζεται να ζήσει έναν πόλεμο για να βγάλει το κτήνος από μέσα του. Αρκεί να του δώσεις ένα πιο «αδύναμο» πλάσμα και να του πεις «Είναι δικό σου, κάν' το ό,τι θες». Θα βγάλει ό,τι πιο εξουσιαστικό, μοχθηρό και απεχθές ένστικτο κρύβει, μόνο και μόνο για να επιβληθεί πάνω σε κάτι που θεωρεί κατώτερο από αυτόν.
Ο νεαρός της υπόθεσης, όντως δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα που να δικαιολογούν τέτοια συμπεριφορά. Δεν είχε προβλήματα στο σπίτι που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν να εκτονώσει την οικογενειακή βία πάνω στα ζωντανά που είχε δίπλα του.
Απλά το έκανε γιατί μπορούσε. Γιατί, βλέποντας ένα αβοήθητο πλάσμα μπροστά του να εξαρτάται απόλυτα από τη διεστραμμένη του θέληση για λύπηση ή συμπόνοια, του δημιουργούταν η ανάγκη για κυριαρχία. Για δύναμη. Για επιβολή πάνω στον αδύναμο.
Οι δικοί μου, δεν ήθελαν ν' αφήσουν την υπόθεση. Έτσι, έκαναν μήνυση για κακομεταχείριση ζώου. Αποφάσισαν να κάνουν ευθανασία στον σκύλο που δάγκωσε τον Σκοτ. Με οποιοδήποτε ψήγμα υπομονής και ψυχραιμίας που μπορεί να είχα, βρήκα τον τύπο και τον ρώτησα γιατί τα έκανε όλα αυτά. «Είμαστε όλοι θύματα κάποιου», μου απάντησε ψυχρά. «Απλά εγώ επιλέγω να είμαι και θύτης, όπου μπορώ».
Αν μου δινόταν η ευκαιρία να γυρίσω τον χρόνο πίσω σ' εκείνη τη στιγμή, δε θα σκεφτόμουν να βρω πιο γρήγορα γιατρό να σώσω τον σκύλο μου. Ούτε θα επέλεγα να μην περάσω από αυτόν το δρόμο, για ν' αποφύγω τη συνάντηση με τον λυσσασμένο σκύλο. Έχοντας διαφορετικά μυαλά από τότε που ήμουν δεκαέξι χρονών, θα έκανα τα εξής: Θα έπιανα αυτόν τον νεαρό και θα τον τραβούσα με το ζόρι σε μία βόλτα μαζί μου. Θα του έδειχνα τ' αδέσποτα σκυλιά στον δρόμο που λιμοκτονούν κάθε μέρα για ένα κομμάτι φαγητό που θα πετάξει κάποιος «φιλεύσπλαχνος», μόλις τα δει. Αυτά που ζουν από τα σκουπίδια μας, γιατί υπάρχουν μαλάκες σαν τον ίδιο, που κακοποιούν τον σκύλο τους.
Θα τον πήγαινα από το κέντρο Φιλοζωικής να δει από κοντά τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις που έχουν συμπεριφορές, σαν τη δική του, πάνω στα ζωντανά. Θα του κολλούσα τη μούρη πάνω στα τραύματα αυτών των ζωντανών, για να το βιώσει στο ίδιο του το πετσί.
Να
το μυρίσει.
Να
του μείνει χαραγμένο για πάντα στο μυαλό
του.
Τέλος,
θα τον πήγαινα μπροστά στον δικό του
σκύλο να του ζητήσει συγγνώμη
για όλες τις κακουργηματικές πράξεις
που έκανε πάνω του. Να ικετέψει για
συγχώρεση για την καταστροφή που του
δημιούργησε. Ενώπιος ενωπίω με το έγκλημα
του. Να ταρακουνηθεί το σαπισμένο του
μυαλό.
Και
όλα αυτά με την ελπίδα να σώσω ζωές σαν
του δικού μου Σκοτ. Να δώσω την ευκαιρία
σε άλλους να κλείσουν τα μάτια των
κατοικιδίων τους.
Όχι
μπροστά σε αίματα και κομμένους λαιμούς,
αλλά ήρεμα, στο κρεβάτι τους, ψιθυρίζοντας
τους ένα τραγούδι.
Σκοπός δεν είναι να σώσεις μόνο τη δική σου βολή και ν' αποφύγεις το χειρότερο.
Σκοπός
είναι, ν' αλλάξεις τη ρότα που γυρίζει
ο τροχός.
Να
σταματήσεις την κακοποίηση.
Να
αντιμετωπίσεις το πρόβλημα ξεκινώντας
από την ρίζα και όχι από το τέλος του
νήματος, όπου θα είναι πλέον αργά.
Γιατί αν ξεκινήσει, δε θα έχει τελειωμό.