Η κρυφή ιστορία της Αφροδίτης Χαρίτση.
Σκεφτόμουν μέρες να σου γράψω, μα
δίσταζα. Δεν ξέρω γιατί τώρα. Ίσως φταίει που έφυγες. Ίσως φταίει που μου τη
δίνει που απόψε ξαπλώνω μόνη μου στον καναπέ.
Μου τη σπάει που το πάπλωμα
τυλίγει μονάχα εμένα. Εκνευρίζομαι που δεν είσαι εδώ να μου φωνάξεις επειδή
ξενυχτάω πάλι μπροστά στον υπολογιστή. Ίσως, ακόμη, γιατί μου έπεσαν όλα μαζεμένα
και ποτέ δεν ήμουν τόσο καλή στη διαχείριση.
Δε βαριέσαι, θα περάσει κάποια
στιγμή κι αυτό. Άλλωστε όλα περνάνε. Έτσι δε λένε; Έτσι μου έλεγες κι εσύ.
Σ᾽ άκουσα να
λες «τελειώσαμε» και πάγωσα.
«Όχι πάλι. Όχι έτσι.» σκέφτηκα.
Δεν ήθελα να σε χάσω. Όσο κι αν ένιωθα πως βαλτώσαμε, δεν ήθελα να φύγεις απ᾽ τη ζωή
μου.
Σου είχα πει πως δε θέλω κλάματα κι
αποχαιρετισμούς αυτή τη φορά. Ήθελα να γελάς όταν αποφάσιζες να χωρίσουμε.
Δεν περίμενα να το θυμάσαι. Κι όμως, όχι μόνο το θυμόσουν, μα προσπάθησες
να κάνεις πράξη την επιθυμία μου.
Εγώ έκλαιγα μ᾽ αναφιλητά κι εσύ χαμογελούσες. Το πάλευες.
Κάθε φορά που γυρνούσα το βλέμμα μου, ένα νωχελικό χαμόγελο σχηματιζόταν στα
σαρκώδη χείλη σου.
Μείναμε για ώρες στο αυτοκίνητο
παλεύοντας να σώσουμε τα ασυμμάζευτα. Έκλαιγα και μου σκούπιζες τα
δάκρυα. Με πήρες αγκαλιά για να ηρεμήσω. Μία χαλάρωνα και μία έκλαιγα
δυνατότερα, νιώθοντας πως είναι η τελευταία φορά που χάνομαι μέσα στα χέρια
σου. Άρχισα να σου εξηγώ πώς νιώθω κι απ᾽ τα χείλη μου έβγαιναν λέξεις που δεν είχα
σκεφτεί καν πρωτύτερα. Ξαφνιάστηκα κι εγώ με τον εαυτό μου και μʾ
όσα συνειδητοποίησα στην πορεία της συζήτησης.
Μας ενώνουν τόσα πράγματα, όμως,
άλλα τόσα μας χωρίζουν. Κι η ζυγαριά αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κρατήσει μια
ισορροπία. Δε θέλω να σ᾽ αφήσω,
ούτε όμως να γυρίσω πίσω. Δεν έβρισκα το κουράγιο να σου εξομολογηθώ πως
κουράστηκα. Ίσως γιατί καταβάθος, όσο κι αν ρουτίνιασα, είχα την ελπίδα πως θ᾽ αλλάξει. Πίστευα πως είναι στο χέρι μου. Εν
μέρει ήταν. Ίσως και ολοκληρωτικά, δεν ξέρω. Έχω μπερδευτεί και δεν ξέρω πώς να
μοιράσω τις ευθύνες.
Σου ζήτησα να κοιμηθείς για
τελευταία φορά μαζί μου. Δίστασες, μα τελικά ήρθες. Ένιωθες αμήχανα. Ακόμα και
το άγγιγμά σου το δήλωνε. Δεν άντεχες να με βλέπεις να κλαίω και
λύγισες. Έκανα κι εγώ σαν μωρό αλλά δεν μπορούσα να το
κοντρολάρω. Κρύφτηκα στην αγκαλιά σου και δεν ήθελα να βγω με τίποτα. Ίσως
να μη σ᾽ έχω πάρει
ποτέ περισσότερες αγκαλιές. Μάλλον
επειδή συνειδητοποίησα την κατάσταση. Ίσως κι από ενοχές για όσα σου είπα.
«Δεν είναι πως δε σ᾽ αγαπάω,
ούτε πως δε σε θέλω, ούτε τίποτα. Είναι που δεν είμαι πια ερωτευμένη.» Ήταν τα λόγια που σε πίκραναν περισσότερο.
Εκείνη τη στιγμή παραιτήθηκες κι
έχασες κάθε ελπίδα. Κατάλαβες πως μάταια προσπαθούσες να βρεις μια λύση να
είμαστε μαζί. Συγνώμη που σε πλήγωσα με τα λόγια μου, ειλικρινά. Μα αν δεν
καίγομαι για πάρτη σου, ποιο το νόημα;
Τι να το κάνω αν δεν τρελαίνομαι,
μωρό μου, όπως κάποτε; Ναι, έχω τις στιγμές που με πιάνει, όμως, δεν είναι όπως
τότε. Τι να το κάνω αν μπορώ να περνάω καλά και χωρίς εσένα, όταν άλλοτε δεν
μπορούσα νʾ ανασάνω μακριά σου;
Τι να το κάνω αν δε μου λείπεις όπως
κάποτε που μου έλειπες απʾ το πρώτο λεπτό που αποχωριζόμασταν. Σ᾽ αγαπάω με όλη μου την καρδιά αλλά δυστυχώς
αυτό δεν είναι αρκετό. Η αγάπη που σου ʾχω δεν αναζωπυρώνει τη
σβησμένη φλόγα του έρωτά μας.
Πήραμε τις στάχτες μας
και παλέψαμε να τις κάνουμε ξανά φωτιά, μα ήταν μάταιο. Πάντα μου έλεγαν
πως η αγάπη δεν είναι αρκετή, αλλά δεν τους πίστευα. Μέχρι που το ένιωσα.
Κρεμάστηκα πάνω σου και βαλτώσαμε
κι οι δυο. Δε σε κατηγορώ γιʾ αυτό. Έκανα πράγματα που δε ζήτησες και τα έδωσα
από μόνη μου για να σ᾽ ευχαριστήσω.
Θυσίαζα ανθρώπους, χόμπι και
συνήθειες στο βωμό της αγάπης σου. Κατέληξα να κουραστώ γιατί έδωσα τα πάντα
τόσο νωρίς κι ύστερα δεν είχα αντοχές.
Όχι, δε σε κατηγορώ που πάλεψες
για μας. Δε σε κατηγορώ που γύρισες. Ούτε που θύμωσες. Δε σε κατηγορώ που
θέλησες να μ᾽ έχεις
αποκλειστικά δική σου. Που δεν ήθελες να έχω άντρες φίλους. Που ζήλευες όταν
φορούσα κοντά φορέματα και μπλουζάκια με βαθύ ντεκολτέ.
Δε σ᾽ αδικώ που ήθελες να έχεις μόνο εσύ την
προσοχή μου. Δε σου θυμώνω που δεν ήθελες να βγαίνω τα βράδια μόνη μου, ούτε
που παραπονιόσουν για τη δουλειά μου. Ξέρω πως τα έκανες όλα από ζήλεια και φόβο.
Από φόβο μη με χάσεις.
Εμένα κατηγορώ που τα δέχτηκα. Μ᾽ εμένα
θυμώνω που δεν εξηγήθηκα απ᾽ την αρχή κι έπεσα με τα μούτρα πάνω σου. Μ᾽ εμένα τα βάζω που άφησα τον εαυτό μου πίσω
και κατέληξα να βαρεθώ τα πάντα και τους πάντες. Ακόμα κι εσένα.
Ξέρεις πως είμαι άνθρωπος που
βαριέται εύκολα, μα πίστευα πως εσύ δε θα με κάνεις ποτέ να βαρεθώ. Δε φταις
εσύ που ρουτίνιασα. Εγώ φταίω και το χαζοκέφαλό μου που δεν μπόρεσα να σου
αποδείξω πως είμαι φτιαγμένη για τα δύσκολα.
Ίσως και να μην είμαι. Ακόμα δεν
είμαι σίγουρη. Εσύ έμεινες, όμως, και προσπάθησες με κάθε τρόπο να με βοηθήσεις
να πατήσω στα πόδια μου. Εγώ μπορεί να μην το θέλησα τόσο.
Οι αντιξοότητες ήταν πολλές στη
σχέση μας. Παλέψαμε, νικήσαμε κι ύστερα πάλι χάσαμε. Βρεθήκαμε, μιλήσαμε, τα
βρήκαμε και πάλι τα σκατώσαμε. Μια ζωή ένας φαύλος κύκλος είμαστε.
Όσα κι αν ονειρευόμαστε, ξέρουμε
πως δε θα τα κάνουμε πράξη. Όσο και να θέλουμε. Γιατί απλά δε συμβαδίζουμε.
Βρισκόμαστε μόνιμα σε μια διαδικασία κυνηγητού. Μία τρέχεις μπρος κι εγώ
παλεύω να σε φτάσω, κι άλλοτε παίρνω φόρα κι εσύ προσπαθείς
να με προλάβεις.
Στον έρωτα, όμως, πρέπει να
κάνουμε τα ίδια βήματα. Να βρισκόμαστε στην ίδια πορεία. Να κρατάει ο ένας το
χέρι του άλλου και να τον παρακινεί να προχωρήσει. Ποτέ δεν ήμασταν έτσι.
Λυπάμαι που σε χάνω. Λυπάμαι που
δεν κατάφερα να είμαι εκείνο το κομμάτι που θα συμπλήρωνε το
παζλ σου. Λυπάμαι που τόσα όνειρα, τόσες σκέψεις, τόσα συναισθήματα μένουν στο
κενό. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να μπορώ να σʾ έχω στη
ζωή μου, αλλά δεν υπάρχει. Γιατί φίλοι να μείνουμε, δε γίνεται. Μην κοροϊδευόμαστε.
Εύχομαι να ʾρθει μια μέρα που θα
μπορώ να σε κοιτάξω και τα μάτια μου θα μείνουν στεγνά. Να μπορώ να σου μιλήσω
και να μην πονέσω για όσα έχασα. Κι
ελπίζω να βγούμε και οι δύο νικητές μέσα απ᾽ αυτόν τον
χωρισμό. Να μπορέσαμε να μάθουμε τελικά πώς πρέπει να είναι μια υγιής σχέση.
Πάλι έμεινα μπροστά απ᾽ την οθόνη
του υπολογιστή και δε θέλω να φωνάζεις. Έχω ακόμα πολλά να σου πω, μα καλύτερα
να τα κρατήσω για μένα τα υπόλοιπα. Τελείωσε και το κρασί και δεν έχω κανέναν
για συντροφιά. Μονάχα το φουτεράκι σου. Εκείνο το κόκκινο φουτεράκι που ξέχασες
τις προάλλες εδώ.
Πέρασε η ώρα και πρέπει να σʾ
αφήσω. Δεν μπορώ να σου πω καληνύχτα, ούτε γουστάρω αυτό το ξερό «να προσέχεις».
Σου εύχομαι μόνο καλή τύχη, αγάπη
μου. Κι είμαι σίγουρη πως πια θα την έχεις.