Έχει βραδιάσει. Περνάς έξω από ένα ανθοπωλείο. Έχεις ραντεβού σήμερα το βράδυ. Μήπως να έμπαινες μέσα; Μάλλον όχι. Σκέφτεσαι: «Πού να τρέχω τώρα και να ξοδεύω λεφτά; Άσε που θα νομίζει πως τα έκλεψα από κανένα νεκροταφείο».
Ήξερες έναν τύπο που καυχιόταν
χρόνια πριν, πως στην επέτειο που είχαν με την κοπέλα του, της είχε πάρει δώρο
μια σπανακόπιτα. Και επίσης όταν του είπε ότι ήθελε κάτι για το λαιμό, της πήρε
καραμέλες. Εντάξει. Απόλυτα λογικό.
Κάποτε είχες βγει πρώτο ραντεβού
με μια κοπέλα που σου άρεσε πολύ κι όταν ήρθε ο λογαριασμός, ενώ ήξερες πως
είναι κοινή λογική και θέμα savoir vivre να πληρώσεις εσύ, σκεφτόσουν τα
σουβλάκια που θα τσάκιζες μετά.
«Δεν πειράζει. Άσʾ τη να πληρώσει
αυτή. Μην την προσβάλλω. Είναι και περίεργες οι γυναίκες», λες για να
δικαιολογήσεις τον εαυτό σου.
Έχεις τʾ αμάξι κάτω στο δρόμο να
στο περιποιούνται τα περιστέρια. Το σπίτι της είναι δυο νομούς μακριά αλλά
επειδή κι αυτή έχει αυτοκίνητο, της λες: «Εντάξει μωρό μου πάρʾ το εσύ σήμερα,
οφείλεις να συμβάλλεις στην κατάρριψη του μύθου και της προκατάληψης που θέλει
τις γυναίκες οδηγούς μεγαλύτερη συμφορά κι απʾ την καινούργια ταινία του Παπακαλιάτη».
Όταν κάποιος είναι μίζερος
φαίνεται απʾ τα μικρά καθημερινά πράγματα. Δεν είναι το πρόβλημα η προκατάληψη
που θέλει την γυναίκα να της τα πληρώνει όλα ο άντρας ο σωστός.
Το πρόβλημα είναι πως απʾ τη μια
κάποιοι, για να μη φανούν γύφτοι, καταλήγουν να γίνονται θύματα και να πουλούν
τα υπάρχοντά τους για να μπορούν να ικανοποιήσουν τις οικονομικές
απαιτήσεις της σχέσης τους κι απʾ την άλλη, κάποιοι κάθονται και μετράνε πόσες
πατάτες έφαγαν στην ταβέρνα για να πληρώσουν το 1/10 του λογαριασμού.
Γιʾ άλλη μια φορά πάντα στʾ άκρα,
ποτέ μια φυσιολογική κατάσταση με ισορροπία.
Όταν της ανοίγεις την πόρτα για
να κατέβει απʾ το αυτοκίνητο και νιώθεις πως σε κοροϊδεύουν μέχρι και τʾ
αρσενικά μυρμήγκια, δεν το κάνεις ούτε για να τη ρίξεις, ούτε γιατί δεν μπορεί
να την ανοίξει μόνη της.
Το κάνεις για τη σχέση σου, γιατί
αν δεν περιποιείσαι ακόμα και στα μικρά -και γιʾ άλλους ασήμαντα- καθημερινά
πράγματα τη σύντροφό σου, καταλήγεις με τη φουσκωτή κούκλα «Τζέσικα» που, κατά
λάθος, την κατέβασες απʾ το πατάρι μαζί με τον φουσκωτό Αï-Βασίλη, φέτος.
Με το να μη σκέφτεσαι μόνο τον
εαυτό σου, ακόμα και για το αν θα της φέρεις να πιει ένα ποτήρι νερό ενώ η
κανάτα είναι δίπλα της, σε γεμίζει και σένα και ξέρεις ότι σκέφτεσαι το άλλο
πρόσωπο και αλληλοσυμπληρώνεστε, ακόμα και στα ασήμαντα και μικρά πράγματα.
Ασήμαντα ίσως για σένα, όχι για αυτήν. Χωρίς να σημαίνει βέβαια αυτό πως θα το
πάρεις ψύχραιμα όταν σου πει ότι δεν πεινάει και όταν πάρεις τη μερίδα σου σου
φάει τη μισή «για να τσιμπήσει λίγο, επειδή είχε ξαφνικά μια
λιγούρα». To savoir vivre έχει και τα όριά του. Καμία ανοχή σε
αυτόν που κλέβει φαγητό. Ποτέ.
Τελικά μπαίνεις μέσα στο
ανθοπωλείο και παίρνεις τριαντάφυλλα. Βέβαια παίρνεις δύο -μην το παρακάνουμε
κιόλας. Όλες οι υπερβάσεις γίνονται βήμα-βήμα. Και όταν αποφασίζεις να πας
τελικά να την πάρεις με το αυτοκίνητο, δεν πας όλη τη διαδρομή. Της λες να τη
σπάσετε και να συναντηθείτε κάπου στη μέση. Βήμα-βήμα είπαμε.
Στο εστιατόριο που θα πάτε θα
φροντίσεις να της τραβήξεις ευγενικά την καρέκλα για να καθίσει, αλλά όχι σαν
την τελευταία φορά που σε δύο δευτερόλεπτα βρέθηκε να σκουπίζει το πάτωμα, ενώ
είχε πιαστεί από την πετσέτα του σερβιτόρου από την μία και από τη γωνία του
τραπεζιού από την άλλη. Ανεκτίμητη έκφραση που θυμίζει τη μάσκα του «Scream». Εντάξει, ατυχήματα
συμβαίνουν.
Εκεί που τα έχεις κάνει όλα,
λοιπόν, στην εντέλεια και έχεις τηρήσει στο βαθμό που είναι εφικτό πάντα τους
κανόνες του savoir vivre, αντικρίζεις ένα φρικτό θέαμα.
Έχει βάλει το κουτάλι της πάνω
στο βουνό παγωτού που υπάρχει πάνω στην βάφλα σου.
Τα ξεχνάς όλα.
Ένστικτα ανθρώπου των σπηλαίων σε
κυριεύουν.
Δε θες να διηγηθείς καν τι έγινε
στη συνέχεια.
Απλά όταν ηρεμήσεις, αποφασίζεις
από εδώ και στο εξής να σταματήσεις να φέρεσαι έτσι, για να μπορέσει πλέον να
σε αντέξει άνθρωπος για πάνω από 2 ημέρες.