Πάνε τώρα 3,5 μήνες που είσαι
μακριά μου και μόνο 5 που σε γνωρίζω. «Καλύτερα ποιότητα, παρά ποσότητα», λένε,
και σε σημεία το πιστεύω. Ο καιρός, όμως, που είμαστε μαζί είναι γεμάτος.
Είσαι μακριά μου. Αρκετά ως πολύ.
Σε νιώθω κοντά μου κι ας μπαίνουν τα χιλιόμετρα στη μέση.
Όσο ήσουν εδώ, μαζί μου, μ᾽
έκανες να νιώθω ατρόμητη, άτρωτη, ισχυρή, πώς το λένε! Μου ανέβαζες πάντοτε το
ηθικό με μια μόνο λέξη ή ένα βλέμμα. Ήταν αρκετό για να γεμίσω με δύναμη και να
σταθώ πάλι στα πόδια μου.
Θυμάμαι τότε που κάναμε την πρώτη
μας -και τη μόνη - εξόρμηση. Κάμπινγκ. Ήξερες πως εγώ δεν είμαι γι’ αυτά. Ήθελα
άνεση, όχι ζουζούνια κι άμμο στο βρακί μου. Όμως, ήρθα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και
το εκτίμησες.
Έσκασα μύτη με μια βαλίτσα «μικρή»,
ίσα-ίσα για δυο μέρες και δε σταμάτησες να γελάς, έως ότου σταμάτησα να σου
μιλάω. Μου ζήτησες συγγνώμη, με είπες χαζούλα και μου έδωσες ένα φιλί. Δεν
μπορούσα να σου κρατήσω κακία. Σου χαμογέλασα και σε πήρα αγκαλιά.
Το βράδυ δε χορταίναμε ο ένας
τον άλλον. Ποτέ δε μου έφτανε ο χρόνος μαζί σου. Ήξερα πως σύντομα θα
γυρνούσαμε στην πόλη αλλά δε με ένοιαζε.
Δεν έβλεπα τίποτα. Κανείς άλλος
δεν είχε σημασία.
Αποκοιμηθήκαμε αγκαλιά. Το πρωί,
σ᾽ άκουσα να λες στο τηλέφωνο στον φίλο σου πόσο γλυκιά ήμουν όταν κοιμόμουν. όπως Ήρθες να με ξυπνήσεις.
Δεν ήθελα να σηκωθώ. Ήταν νωρίς
και ο ύπνος μας είχε βρει το ξημέρωμα.
Ξάπλωσες δίπλα μου. Χάιδεψες το
μάγουλό μου και πήρες τα μαλλιά μου απ᾽ το ιδρωμένο μου πρόσωπο. Άνοιξα τα
μάτια μου και σε είδα να μου χαμογελάς τρυφερά. Έχεις το πιο όμορφο χαμόγελο
του κόσμου, στο έχω πει ποτέ;
Έπειτα, ήρθαν τα γενέθλιά μου.
Είχα σχέδια για έξοδο με φίλους, μα ακυρώθηκε. Με πήρες τηλέφωνο. Έκλαιγα που θα
τα περνούσα σπίτι, μόνη μου και χωρίς τούρτα.
Και πάλι δε με άφησες. Τους έδιωξες
όλους απ᾽ το σπίτι σου κι ήρθα για «Χρόνια πολλά, μικρή», μου ψιθύρισες. Κάναμε
τον πιο όμορφο έρωτα εκείνο το βράδυ.
Ύστερα με άφησες να ξαπλώσω πάνω
σου. Ζεσταινόσουν αλλά δεν παραπονέθηκες, ούτε μ᾽ άφησες να γλιστρήσω απ’ τα
χέρια σου.
Έτσι αγκαλιασμένοι καθίσαμε κι είδαμε
«Ηρακλή» και «Μπομπ Σφουγγαράκη». Δε σου άρεσαν τα παιδικά, όμως, μιας κι ήταν
τα γενέθλιά μου, είπες να μη μου χαλάσεις χατίρι.
Στα μισά του Μπομπ αποκοιμήθηκες.
Δε σταμάτησες να με κρατάς σφιχτά. Θαρρείς και φοβόσουν μη φύγω. Ένιωθα την
ανάσα σου και τον χτύπο της καρδιάς σου στο μάγουλό μου. Μου έφτανε σε βλέπω να
κοιμάσαι για να νιώθω πληρότητα.
Δεν έσβησα ποτέ τούρτα σ’ εκείνα
τα γενέθλια, ούτε δώρα πήρα. Δε με ένοιαξε στιγμή, γιατί και χωρίς αυτά, ήταν
τα πιο όμορφα γενέθλια. Τα μοιράστηκα μαζί σου κι αυτό ήταν αρκετό.
Και να σου πω και κάτι; Το
προτίμησα χίλιες φορές απ᾽ το να στριμωχτώ με εκατό απρόσωπους, κενούς κι
αδιάφορους μαλάκες. Το προτίμησα πολύ περισσότερο απ᾽ τη φασαρία της μουσικής
και τις «μπόμπες» του club.
Εσύ δεν είσαι κενός. Βλέπω στα
μάτια σου τον πόθο κι ακούω στη φωνή σου τη λαχτάρα να με χώσεις την ανάσα σου
μέσα στα μαλλιά μου. Με θες δική σου και μόνο δικό μου σε θέλω κι εγώ.
Μου τη σπάει που πρέπει να
περιμένω τέσσερις μήνες μέχρι να σε ξαναδώ. Όμως είσαι συ κι αυτό αρκεί για να
κάνει πιο γλυκιά την αναμονή.
Μου φτάνει που μια μέρα θα ᾽σαι
εδώ. Μου φτάνει που ξέρω πως θα γυρίσεις και θα δώσεις στις μέρες μου ξανά
αξία.