Η κρυφή ιστορία του Μέμου Δημοπάνα.
Αδυνατώ να θυμηθώ εδώ και πόσο καιρό το σκοτάδι έκλεινε ορμητικά τα μάτια μου, κρύβοντας μου την πραγματική ζωή. Το νόημα του να σηκώνεσαι το πρωί και να κάνεις σχέδια για την μέρα σου, να συνεχίζεις τʾ απόγευμα μετά από ένα κουραστικό 8ωρο, να ξαπλώνεις το βράδυ στο κρεβάτι και να κοιμάσαι ήσυχος.
Η ζωή να κυλάει σαν να βρίσκομαι εγκλωβισμένος σʾ ένα ρομπότ. Κινήσεις που δεν οδηγούν πουθενά, αποφάσεις μηχανικές και χωρίς νόημα, μετέωρα βήματα περιμένοντας απλά την επόμενη μέρα και ζώντας τη μέρα της Μαρμότας.
Δε τα θυμάμαι όλα αυτά πόσο κράτησαν και μπορώ να πω πως δε μου λείπουν καθόλου.
Θυμάμαι μόνο πότε το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται από μπροστά μου.
Ναι, το θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν όταν αντίκρισα το χαμόγελό σου. Αυτό το
ντροπαλό στην αρχή και γεμάτο δύναμη στην πορεία. Όταν μου συστήθηκες κι
άπλωσες το χέρι να σφίξεις το δικό μου.
Αν μπορούσα να παγώσω αυτή την στιγμή στον χρόνο μπορεί και να μην
την ξεπάγωνα ποτέ. Το σκοτάδι απειλούταν. Και το γούσταρα τρελά.
Σε μία κοινή παρέα, κάτω απʾ την μεθυσμένη ατμόσφαιρα του ρακόμελου,
αντίκρισα το κλεφτό βλέμμα σου να πέφτει πάνω μου όταν δεν κοίταγε κανείς. Έβρισκα
δικαιολογίες για να μπαίνω στην κουβέντα με σκοπό να σου μιλήσω, νʾ ανταλλάξουν
δυο-τρεις λέξεις τα στόματα μας και χίλιες ιστορίες τα μάτια μας.
Εκεί κατάλαβα πως δεν υπήρχε περίπτωση να σʾ αφήσω. Το φως είχε
τρυπήσει το σκοτάδι και το καταπολεμούσε μʾ αστείρευτη μανία.
Η πρώτη μας έξοδος είχε την περισσότερη πλάκα από όλες. Μου είχες
φέρει φαγητό, σε τάπερ θυμάμαι, γιατί ήμουν νηστικός απʾ τη δουλειά. Εκεί μέσα
στον κόσμο, κάτω από ένα παγωμένο φεγγάρι, τρώγαμε σπιτικό φαγητό και γελούσαμε
με την καρδιά μας.
Αστείες εικόνες, χαμένες στη λήθη εδώ και καιρό. Το χέρι μου
έμπλεξε με το δικό σου και έκλεισα τα μάτια. Αγκάλιασα την εικόνα αυτή και την
κράτησα φυλαχτό στο μυαλό μου. Ακόμα κι αν δεν σε ξαναέβλεπα, ήξερα πως αυτή η
εικόνα θα με συντρόφευε για πάντα.
Ήσουν ένα κορίτσι που βγήκε από κάποια παραμυθένια ιστορία, ενός
βιβλίου ξεχασμένου στο ράφι. Τάραξες τα γκρίζα νερά της καρδιάς μου κι έφερες
την απαραίτητη ισορροπία.
Ξυπνούσα και έψαχνα το κινητό για να σου πω καλημέρα. Ερχόταν
μεσημέρι κι αντί να μιζεριάζω μπροστά από ένα θόλο παράθυρο, έβλεπα τις
συνομιλίες μας στο κινητό και χαμογέλαγα σαν βλαμμένο.
Δεν ξέρω αν σʾ ερωτεύτηκα, μʾ έχουν ρωτήσει και δεν έδωσα απάντηση. Δε
μου αρέσουν οι ταμπέλες ˙ βάζουν τους ανθρώπους σε πρόγραμμα και πίεση. Εμένα
μου άρεσε να βλέπω τις μέρες να περνούν γεμάτες με τη μελωδικότητα της φωνής
σου, το φιλί σου που δεν το χόρταινα με τίποτα, το παιχνίδισμα των ματιών σου
που ήθελα να το κρατήσω για πάντα σαν φωτογραφία.
Ξεκινήσαμε κρυφές βόλτες σε βραδινά μονοπάτια που δεν είχες
περπατήσει, ήπιαμε πρωινούς καφέδες σε μέρη που δεν είχες ξαναπεράσει κι
ενώσαμε τα κορμιά μας σε μυστικά κρεβάτια χωρίς να τους δώσουμε την ευκαιρία να
χωριστούν ξανά.
Και εκεί που έκλεινα τα μάτια μου νομίζοντας πως όλα είναι όνειρο,
πως θα τʾ ανοίξω, θα ξυπνήσω και θα δω το ίδιο ταβάνι που αντίκριζα πάντα,
έβλεπα εσένα.
Η καρδιά μου χτυπούσε, ξέροντας πως, πλέον, όλα κυλάνε ωραία,
γαλήνια, γεμάτα ζωντάνια.
Πάνε δύο μήνες τώρα απʾ την πρώτη μας επαφή. Κανείς δε μου
εγγυάται το μέλλον, τι θʾ αποφέρει και πού θα μας οδηγήσει. Τίποτα δεν είναι
αγγελικά πλασμένο και ποτέ ο έρωτας ή η αγάπη δεν νίκησαν τα πάντα.
Μπαίνει καινούργιος χρόνος και όλοι εύχονται υγεία, ευτυχία,
αγάπη. Εγώ εύχομαι απλά να βλέπω εσένα για όσο περισσότερο μπορώ. Να γεύομαι το
στόμα σου όσο περισσότερο μπορώ. Να χάνομαι στα μάτια σου για όσο περισσότερο
μπορώ. Γιατί κανείς και τίποτα δεν είναι για πάντα.
Το άπειρο είναι πολύ μακριά, οπότε επιλέγω να ζήσω το αύριο αρκεί
να είσαι μέσα του.
Νίκησες το σκοτάδι μέσα μου και τώρα έχω λουστεί με τʾ άπλετο φως
σου. Θα το κρατήσω, καρδιά μου, για όσο με φωτίζει και με ζεσταίνει.
Αρκεί κι εσύ να μου το δίνεις απλόχερα.