Έτρεχε σαν να την κυνηγούσαν όλοι
οι δαίμονες της Κόλασης. Το στήθος της έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να εκραγεί
και τα μαλλιά της κολλούσαν στο πρόσωπό της, πάνω στον ιδρώτα και τα δάκρυα.
Ήταν σε ημιάγρια κατάσταση. Τα μάτια της γυάλιζαν. Μπήκε μπροστά στ᾽ αυτοκίνητό μου με χέρια ανοιχτά και βλέμμα τρομαγμένου ζώου που βλέπει τους προβολείς τους αμαξιού. Σαν ένα ελάφι κοκάλωσε και δεν έκλεισε τα μάτια της. Σταμάτησα το όχημα και πετάχτηκα έξω, έτοιμος να τη βρίσω μ᾽ όλη μου την καρδιά. Παραλίγο να το κάνω αλλά μετά παρατήρησα το μελανιασμένο της μάγουλο.
-Σας παρακαλώ...
-Μπες μέσα.
Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε.
«Μπές!» της ξαναείπα. Το σώμα της
τινάχτηκε και κάθισε γρήγορα στη θέση του συνοδηγού.
Μπήκα στ᾽ αυτοκίνητο κι έβαλα μπρος, τη στιγμή που ένας τύπος
φάνηκε στη στροφή, φορώντας μόνο ένα παντελόνι και τρέχοντας προς το μέρος μας.
Πάτησα γκάζι και, παρόλο που ένα μπουκάλι έσπασε στη δεξιά πόρτα του
αυτοκινήτου, δε σταμάτησα να τρέχω μέχρι ν᾽ απομακρυνθούμε αρκετά από εκεί.
Της έριξα μερικές γρήγορες
κλεφτές ματιές. Ήταν μικρή, πολύ πιο νέα από μένα. Φαινόταν να φορούσε
πιτζάμες. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο και πέρα από μώλωπες σε διάφορα
σημεία, έβλεπα μελάνι. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα σ᾽ ένα χλωμό, σταχτί χρώμα,
σαν να ήταν γριά.
Είχε βουλιάξει στο κάθισμα με
κλειστά μάτια και το στέρνο της χόρευε ρυθμικά. Φαινόταν να μη φοβάται τώρα
τόσο, γεγονός που με προβλημάτισε. Βρισκόταν σ᾽ ένα αυτοκίνητο μ᾽ έναν άντρα
που δε γνώριζε κι ήταν ήσυχη. Τι στο καλό την οδήγησε σε αυτό το σημείο;
-Ονομάζομαι Ιάκωβος Πετρίδης. Είμαι καθηγητής σε φροντιστήριο,
διδάσκω μαθηματικά.
-Με λένε Νόρα.
-Πάμε στο αστυνομικό τμήμα.
-Όχι! Μας υποχρέωσε το τμήμα, είπε μ᾽ ένα τρέμουλο.
Αφήστε με όπου σας βολεύει, κάπου
κεντρικά αν μπορείτε.
-Έχεις κάπου να πας;
-Ποτέ δεν είχα.
Το σκέφτηκα γρήγορα. Πήρα το γνωστό δρόμο για το πατρικό μου. Όταν
σταμάτησε τ᾽ αυτοκίνητο με κοίταξε μ᾽ απορία για πρώτη φορά. Τα μάτια της είχαν
ένα γλυκό, γκρίζο χρώμα που φαινόταν τώρα σαν ατσάλι.
-Τι είναι εδώ;
-Το σπίτι της μητέρας μου.
Κατέβηκα απ᾽ το αυτοκίνητο κι
εκείνη ακολούθησε σαν κουτάβι. Φαινόταν να θέλει να πει κάτι.
Μπορείς να μου πεις τι σκέφτεσαι;
-Δε θέλω να πάω σε ξένο σπίτι μέσα στη νύχτα. Θα πάω κάπου να
περάσω το βράδυ και μετά θα σκεφτώ τι θα κάνω.
-Έχεις κάποιον φίλο να πας;
-Όχι...
-Έχεις λεφτά πάνω σου;
-Εγώ...
-Το υπέθεσα. Η μητέρα μου είναι μια γλυκύτατη κυρία και μένει μόνη
της. Δε θα είσαι βάρος και θα μπορέσεις να σκεφτείς μ᾽ ασφάλεια τι θα κάνεις.
Σύστησα τη Νόρα στη μητέρα μου που, χωρίς ερωτήσεις, την πήγε στο
παλιό μου δωμάτιο. Όταν η μικρή πήγε στο μπάνιο, η μητέρα μου, μου είπε πως θα
έπρεπε να πάμε στην αστυνομία. Παρ᾽ όλα αυτά δέχτηκε να τη φροντίσει.
Η Νόρα έμεινε στο πατρικό μου τρία χρόνια μέχρι να τελειώσει τη
σχολή της. Σπούδαζε ψυχολογία. Λίγες μέρες μετά την επίθεση που δέχτηκε, βρήκε
δουλειά και βοηθούσε τη μητέρα μου στα έξοδα του σπιτιού.
Ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί, πολύ
γλυκό και δοτικό. Η μητέρα μου την ένιωθε δικιά της. Δε μιλούσε ποτέ για το
παρελθόν και δεν την πιέσαμε. Επέμενε πάντα να βάφει τα ξανθά μαλλιά της
γκρίζα. 'Έμαθα πως είχε εφτά διαφορετικά τατουάζ κι έκανε κι άλλα μεγαλώνοντας.
Δεν είχε, όσο έμενε εκεί, κανέναν
φίλο και κανένα σύντροφο. Δεν γύριζε ποτέ αργά. Μ᾽ είχε ανησυχήσει. Δε φαινόταν
να κοινωνικοποιείται σωστά. Σε μια κουβέντα που είχαμε τα πρώτα μας
Χριστούγεννα μαζί, μάθαμε πως έπαιζε πιάνο.
Πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου
να τη θεωρεί μεγάλη γυναίκα, σαν τη μαμά μου. Φαίνεται τα γκρίζα μαλλιά της τη
μεγάλωναν. Την θεωρούσαμε πια μέλος της οικογένειας.
Όταν πήρε το πτυχίο της, μας είπε πως θα νοικιάσει σπίτι κοντά και
θα κάνει και μεταπτυχιακό. Διάλεξε παιδοψυχολογία. Μερικές μέρες μετά,
δημοσίευσε ένα άρθρο της για την ενδοοικογενειακή βία που μας συγκλόνισε όλους.
Το διάβασα αρκετές φορές πριν της τηλεφωνήσω και την καλέσω για ένα ποτό. Όταν
έφτασε σπίτι μου, ντυμένη όμορφα με τα σταχτένια μαλλιά της ψηλά, σκέφτηκα πως
είχε γίνει πια γυναίκα. Δεν έμοιαζε να φοβάται.
Κάθισε ευθυτενής και με κοίταξε με τ᾽ ατσάλινο βλέμμα της.
-Θέλεις να μάθεις; ρώτησε.
-Αν θέλεις να μάθω.
Γέλασε και γέμισε με κρασί το ποτήρι της.
«Γεννήθηκα εδώ, σε μια καλή
περιοχή, με καλούς ανθρώπους και καλούς γείτονες. Η μητέρα μου είχε ένα μαγαζί
με ρούχα, ο πατέρας μου είναι γνωστός ψυχίατρος.
Εκείνο το βράδυ που με βρήκες
είδες και τον αδερφό μου. Σπούδαζε νομική τότε. Στο σπίτι μου το ξύλο ήταν
καθημερινή πραγματικότητα. Η μητέρα μου ήταν πολύ βίαια κι ο πατέρας μου ποτέ
παρών.
Ο αδερφός μου, επίσης, με
κακοποιούσε για χρόνια. Δεν μπόρεσα να κάνω πολλά, δεν έμαθα ποτέ να παλεύω.
Θεωρώ πως είναι όλοι τους άρρωστοι, ειλικρινά.
Μια φορά, όταν ήμουν εφτά χρονών
περίπου, αφού η μητέρα μου με είχε χτυπήσει τόσο δυνατά στο πρόσωπο που έπεσα
κάτω, κάλεσα την αστυνομία. Ήρθαν, είδαν, έφυγαν. Δεν έκαναν τίποτα. Φυσικά
έφαγα περισσότερο ξύλο μετά, τι θα πουν οι γείτονες, ξέρεις. Το βράδυ που με
βρήκες, ο αδερφός μου το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Παραλίγο να με βιάσει».
Την κοίταξα προσπαθώντας να καταλάβω αυτά που έλεγε. Μιλούσε σαν
να διηγούταν μια ιστορία που είχε ακούσει.
-Είσαι μεγάλη πια. Είσαι ολόκληρη γυναίκα. Δε σκέφτεσαι να τους
διώξεις ποινικά;
-Δεν τους αγαπάω, είπε απλά.
-Νόρα…
-'Οχι. Δεν θα κάνω κάτι. Έχω οικογένεια. Θα περάσει.
-Έχεις σκεφτεί να μιλήσεις με κάποιον ειδικό;
-Εννοείς ψυχολόγο»; με κοίταξε
ειρωνικά.
«Όχι. Κανένας ειδικός δεν μπορεί να
μου δώσει πίσω αυτό που μου πήραν. Δεν είμαι σκληρός άνθρωπος, το ξέρεις. Δε
μου αρέσουν οι εντάσεις. Δε θέλω ν᾽ αντιμετωπίσω τους δαίμονές μου. Ξέρεις τι
θέλω; Να στέκομαι στα πόδια μου, να μη φοβάμαι τους ανθρώπους. Κι αν δεν ήσουν
εσύ κι η υπέροχη γυναίκα που έχεις για μητέρα, εγώ σήμερα θα ήμουν χαμένη. Έτσι
πιστεύω στους ανθρώπους. Όπου υπάρχει τσουκνίδα υπάρχει και μολόχα. Για όλα τα
δηλητήρια υπάρχει κάπου αντίδοτο. Εγώ δε θα προσπαθήσω ποτέ να λουστώ στο
δηλητήριο. Όχι ενώ έχω δει πως είναι η άλλη όψη»
-Γιατί βάφεις τα μαλλιά σου γκρι;
Με κοίταξε μ᾽ απορία κι η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ ξέρω πώς μου
ήρθε απ᾽ όλα αυτά που ήθελα να ρωτήσω, να πω αυτό.
-Γιατί το γκρίζο είναι και άσπρο και μαύρο. Το ίδιο και εγώ.
-Γιατί δεν βγαίνεις;
-Επειδή δε θέλω.
-Γιατί δε βρίσκεις κάποιον να σε φροντίζει;
-Δεν χρειάζομαι φροντίδα.
-Είσαι νέα, είσαι όμορφη. Είσαι έξυπνη, γλυκιά. Γιατί είσαι μόνη
σου;
-Δεν είμαι μόνη μου βλάκα. Έχω εσένα.
Η γυναίκα μου, η μικρή μου Νόρα, το χαμένο παιδί, έκανε το
μεταπτυχιακό της κι άνοιξε το γραφείο της. Παρόλο που φοβόταν να το κάνει,
έγινε μια υπέροχη στοργική μητέρα. Αν και νεότερη, είναι η καλύτερη φίλη μου κι
η αγάπη της ζωής μου.
Δεν πήγε στην κηδεία του πατέρα της και δεν είδε κανέναν τους
ξανά. Ο φόβος της φανερώνεται μόνο κάποια βράδια όταν ξυπνάει με το ίδιο βλέμμα
του τρομαγμένου ελαφιού μπροστά στους προβολείς. Και κάθε φορά αρκεί μια ζεστή
αγκαλιά για να γελάσει.
Το κορίτσι μου μπορεί να μη
φωνάζει αλλά είναι δυνατό.
Το κορίτσι αγαπάει με πάθος και
συγχωρεί με την καρδιά της.
Το κορίτσι μου δε χρειάζεται ειδικό γιατί είναι η ίδια.