Διαβάζοντας ένα υπέροχο άρθρο
σήμερα με τίτλο «Ανήλικες νύφες, ενήλικη βαρβαρότητα», στάθηκα λίγο. Αναφερόταν
στους γάμους κοριτσιών 8-12 ετών σε χώρες τριτοκοσμικές. Στάθηκα γιατί δεν
είναι μόνο «έθιμο» τριτοκοσμικών χωρών, αν και στην πλειονότητα ισχύει, αλλά
αποτελεί συνήθεια και στη χώρα μας. Μπορεί γεωπολιτικά να μην ανήκουμε σε
τριτοκοσμική χώρα, ηθολογικά όμως η ιστορία αποδεικνύει μια διαφορετικότητα.
Θα κάνω αναφορά στις κλειστές
κοινωνίες των Ρομά που υπακούουν σʾ ένα αντίστοιχο εθιμοτυπικό δίκαιο. Θα αναφερθώ
στις κλειστές επαρχιακές κοινωνίες, όπου το 8-12 μπορεί να μην ισχύει, ισχύει
όμως το 13-14. Παιδιά που παντρεύονται για να γεννήσουν μωρά. Σώματα που
μεγαλώνουν με το ζόρι, ψυχές που βιάζονται στο βωμό του ήθους, του εθίμου αλλά,
κυρίως, της ανάγκης, της φτώχειας, της ρατσιστικής θέσης απέναντι στο κορίτσι.
«Είμαι 55 ετών γυναίκα. Έτσι,
τουλάχιστον, υπέδειξε η φύση. Εγώ δεν έμαθα ποτέ. Δε μʾ έμαθαν ποτέ να νιώθω
γυναίκα και να τʾ απολαμβάνω, όπως βλέπω τα σημερινά κορίτσια και τα χαίρομαι.
Γεννήθηκα πέμπτη στη σειρά μετά
από τέσσερα αγόρια, σʾ επαρχιακό σπίτι μέσα στη φτώχεια και την αποστέρηση. Δεν
είναι τα υλικά αγαθά, η πείνα, η έλλειψη των βασικών, αλλά η αποστέρηση αγάπης.
Γεννήθηκα κορίτσι, πρόβλημα, γραμμάτιο
προς αποπληρωμή. Βάρος στις πλάτες της οικογένειας που ζητούσε εργατικά χέρια
αγοριών. Τι και αν προσπαθούσα να κάνω όσο περισσότερες εργασίες μπορούσα για
να αποδείξω πως είμαι καλή. Μʾ είχαν στην κλωτσιά και στο φτύσιμο.
Οι λέξεις παιχνίδι, ανεμελιά,
χαμόγελο δεν ίσχυαν στη δική μου περίπτωση. Σχολείο δεν πήγα, δε με άφησαν. Σχολείο
πάνε μόνο οι πόρνες, μου έλεγαν. Δεν καταλάβαινα αλλά δεν είχε σημασία.
Στα δώδεκα έγινα επίσημα γυναίκα.
Δεν ήξερα, τρόμαξα, ένιωσα άρρωστη και το είπα στη μάνα, μπροστά στο μεγάλο μου
αδελφό. Έφαγα δύο γερά χαστούκια για να μάθω να μη μιλάω για αυτά τα ζητήματα.
Είναι κρυφό, είναι ντροπή. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Η φύση έκανε την δουλειά
της και σιγά-σιγά έμαθα, ακριβώς όπως τα ζώα.
Άρχισαν οι κρυφές συζητήσεις
μεταξύ των μεγάλων της οικογένειας. Έπρεπε να με τακτοποιήσουν για να μη
«χαλαστώ». Ένα πρωινό του Φλεβάρη μου ανακοίνωσαν ότι θα παντρευτώ μετά το
Πάσχα. Κόντευα τα 13 και εκείνος απʾ το διπλανό χωριό, ετών 18.
Ο κόσμος άρχισε να γυρνάει γύρω
μου. Αναγούλα μου ήρθε στο στόμα και μια αίσθηση ναυτίας. Δεν ήθελα, όχι δεν
ήθελα! Ήθελα να πάω σε σχολή μοδιστρικής όπως όλα τα κορίτσια στο χωριό. Ούτε
λόγος να γίνεται.
Φώναξα, τσίριξα. Η μάνα όσο εγώ
έλεγα «όχι» τόσο περισσότερο με χτυπούσε και μου τσιμπούσε το κορμί, ποτέ στο
πρόσωπο για να μη φανούμε στο χωριό. Τ’ αρσενικά του σπιτιού στέκονταν
παρατηρητές. Η μάνα τους είχε ευνουχίσει κι αυτούς. Μ’ έβλεπαν και αυτοί σαν
πρόβλημα. Τους είχα διαταράξει την ησυχία. Όχι και πάλι όχι.
Μια νύχτα κρύα έφυγα απʾ το
σπίτι. Σχέδιο δεν είχα ήθελα μόνο να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν. Έπρεπε να
περπατήσω 16 χλμ. για να βρω αυτοκίνητο να με πάρει, νʾ απομακρυνθώ. Βαρύς ο
καιρός, χιόνι πολύ και τα πόδια μου πάγωναν, δεν τα ένιωθα. Στο σταθμό δεν
έφτασα ποτέ. Λιποθύμησα!
Την επόμενη συνήλθα με κρυοπαγήματα,
βρισίδια και φυσικά ένα καλό χέρι ξύλο. Έχασα τα τρία μου δάχτυλα από τότε λόγω
του κρύου.
Κανονίστηκε αρραβώνας για να δουν
τη νύφη. Ο πατέρας έταξε 100.000 δρχ κι ένα αμπέλι στʾ απάνω χωριό. Ο γάμος σε
δύο μήνες. Αυτό ήταν!
Βρέθηκα με μία βαλίτσα ρούχα,
ντυμένη νύφη, μετά την εκκλησία στο σπίτι του γαμπρού. Μου έδειξαν το δωμάτιο
και την κουζίνα. Αυτό ήταν, εκεί θα ζούσα τώρα. Μαζί με άλλους πέντε ξένους.
Την πρώτη νύχτα δεν ήθελα να πάω
να ξαπλώσω. Καθόμουν έξω στην αυλή. Αρνήθηκα να μπω μέσα. Φοβόμουν, έτρεμα στην
ιδέα. Δεν ήξερα. Δεν φανταζόμουν. Ο «σύζυγός» μου με τράβηξε με δύναμη μπροστά
στα έκπληκτα μάτια όλων, εγώ έτρεξα να φύγω στην πίσω αυλή. Πιο γρήγορος αυτός,
με πρόλαβε.
Εκεί πίσω απʾ το σπίτι, με ξύλο
αντί για χάδια, με βία αντί για ηρεμία, εκεί στο χώμα μου έδειξε τι σημαίνει
αυτό που λένε «έρωτας». Μια αηδία, ένας βαθύς σωματικός πόνος, ένα ξέσκισμα του
ρούχου, ένα ξέσκισμα της ψυχής μου.
Έκλαψα πολύ. Έκλαιγα κάθε φορά
που με πλησίαζε. Κοιμόμουν έξω κατάχαμα. Δεν έμπαινα μέσα στο σπίτι. Έπεσε πολύ
ξύλο για να μάθω να φέρομαι σαν γυναίκα. Αυτό ήταν να είσαι γυναίκα; Να
υπομένεις, νʾ ανέχεσαι, να βιάζεσαι, να αιμορραγείς. Σίγουρα είναι και άλλα ωραία
πράγματα, εμένα πάντως δε μου συστήθηκαν ποτέ.
Όταν έμεινα έγκυος, χαλάρωσε
κάπως η ένταση. Ο βιασμός κατά βούληση δε σταμάτησε βέβαια ποτέ. Προσαρμόστηκα
κι εγώ. Γέννησα πρόωρα εξαιτίας μιας συνουσίας με πολλή αιμορραγία. Με υψηλό
πυρετό, αναγκάστηκαν να με πάνε στην πόλη όπου και νοσηλεύτηκα. Παρʾ ολίγο
να έχανα τη ζωή μου, το παιδί μου έζησε. Ήταν μεγάλο και έπαθα εξάρθρωση στα
ισχία. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Ακόμη δεν μπορώ να περπατήσω καλά.
Τρεις μέρες κράτησε η ησυχία.
Γύρισα πίσω στον Γολγοθά μου, με το μωρό μου. Στις δουλειές, στα ζώα, στη
φροντίδα των άλλων και την καρτερική υπομονή των «πρέπει».
Μια ζωή στα πρέπει και στα μη.
Έκανα δύο παιδιά. Το αγόρι το αγάπησα πολύ με την πρώτη ματιά. Την κόρη
προσπάθησα πολύ αλλά ειλικρινά δεν τα κατάφερα. Το λέω και το ομολογώ. Την
έδωσα να τη μεγαλώσουν άλλοι, με αγάπη που τους περίσσευε. Πώς θα τη μάθαινα να
είναι γυναίκα;
Είναι δύσκολο να είμαι γυναίκα.
Δεν έμαθα ποτέ».