Άλλο ένα βράδυ απ᾽ αυτά τα ρουτινιάρικα που, παραδόξως, δεν έχει ακόμη κανείς μας βαρεθεί. Βγαίνω απ᾽ το μπάνιο και ξαπλώνω στο κρεβάτι μας. Μπαίνεις για ντους και σε περιμένω να βγεις. Ξέρεις πως δεν μπορώ να κοιμηθώ. Χωρίς εσένα το κρεβάτι είναι κρύο. Βγαίνεις και τρυπώνεις κάτω απ᾽ τα σκεπάσματα για να με πάρεις αγκαλιά.
Κάπου εκεί έρχεται το αγαπημένο μου
σημείο στο τέλος της ημέρας ˙ όταν σου γυρνάω την πλάτη και γουργουρίζω μέχρι
να μ᾽ αγκαλιάσεις και να νιώσω ξανά αγνή και καθάρια μαζί σου.
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι.
Έχω ανάγκη να νιώσω έτσι ξανά. Το παρελθόν μού άφησε σημάδια που δύσκολα θα
σβήσουν και γι᾽ αυτό κάθε μέρα το αρνιέμαι.
Γνώρισα πολλούς επίδοξους
μνηστήρες, επιτήδειους «φίλους» που
μάλλον για εχθροί έμοιαζαν περισσότερο, ανθρώπους που μου προσέφεραν πίκρα, που
άσκοπα έβαλα στη ζωή μου. Ανθρώπους που μετανιώνω για όσα τους έδωσα γιατί
απορρόφησαν μεγάλο μέρος της αθωότητάς μου. Μέσα μου υπήρχε πάντα μια τρυφερή
πλευρά που αγνοούσα ή καλύτερα δεν τολμούσα, μέχρι τώρα να δείξω.
Όμως, όσο κι αν κλειστείς στον
εαυτό σου, όσα τείχη κι αν χτίσεις, όσες άμυνες κι αν υψώσεις, θα έρθει η
στιγμή που ένας άνθρωπος θα καταφέρει να τις καταρρίψει.
Όχι ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο
άνθρωπός σου. Εκείνος που θα είναι το στήριγμα και το κίνητρό σου, που θα σε
φροντίσει και θα σου δώσει όση αγάπη έχεις ανάγκη, κι άλλη τόση, και θα σε κάνει
να ξεχάσεις κάθε παλιά πληγή.
Δε μου αρέσει να κάνω ηχηρές
δηλώσεις, ούτε να εκφράζομαι με ανούσιες γλύκες και λόγια ανυπόστατα του τύπου «για
πάντα μαζί», αλλά έχω ανάγκη να βρω αυτόν τον άνθρωπο που θ᾽ αράξω μαζί του.
Θέλω αυτός ο άνθρωπος να είσαι
εσύ. Εσύ, που στην αγκαλιά σου ξεχνάω τα πάντα. Ας τρωγόμαστε μερικές φορές, ας
γκρινιάζεις που κάποιες φορές δε σου λέω τι έχω κι ας νευριάζω όταν διαφωνείς
μαζί μου.
Τα παραβλέπω όλα, αρκεί να
μείνεις δίπλα μου σ᾽ όλες τις ευτυχισμένες και όλες τις δύσκολες στιγμές. Να
είσαι εκεί όταν πονάω, όταν κλαίω και να είμαι κι εγώ για σένα. Να με προσέχεις
όταν κοιμάμαι. Να μου χαλάς το σχήμα των φρυδιών για να με πειράξεις κι εγώ να
σε κοροϊδεύω για τη μύτη σου.
Θυμάμαι ένα
βράδυ στο παγκάκι που καθόμασταν αγκαλιά, πάνω απ᾽ τη θάλασσα. Από μπροστά μας
ένα ζευγάρι μεγάλης ηλικίας, μια γιαγιά κι ένας παππούς που περπατούσαν
αγαπημένοι χέρι- χέρι. Μου άρεσαν πολύ, θυμάσαι; Τους θαύμαζα που παρά τα τόσα
χρόνια που ήταν μαζί έδειχναν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι.
Αναρωτιόμουν πως
γίνεται να είσαι με έναν άνθρωπο τόσα χρόνια χωρίς να βαρεθείς. Ίσως άργησα
λίγο, αλλά κατάλαβα πως αυτό είναι ευτυχία κι ευλογία μαζί.
Τότε κατάλαβα τι
εννοούσε ο Θανάσης Βέγγος όταν έδινε τον ορισμό της ευτυχίας:
«Τελικά
ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια.
Αυτά που θα σε
αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου
μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου».