«Τα
χρόνια περνούν, και αυτό είναι το πιο
περίεργο πράγμα. Πώς κάποια πράγματα
αλλάζουν, ενώ άλλα παραμένουν ίδια.»
Αυτό σκέφτεται καθώς περιμένει στη
στάση του λεωφορείο με το lollipop
στο
ένα χέρι και την σοκολάτα στο άλλο.
Σοβαροί κύριοι με κοστούμια και κοιλιές,
ηλικίας τριάντα χρονών και κάτω, τον
προσπερνούν βιαστικά για να πάνε να
τους φερθούν άσχημα οι προϊστάμενοί
τους.
Μπορεί
να μεγάλωσε, μπορεί να τελείωσε το
σχολείο και να είναι πλέον σε μια δουλειά
που του πνίγει την οποιαδήποτε δημιουργική
φιλοδοξία, μπορεί να ξυπνάει κάθε μέρα
χαράματα για να πάει εκεί την ώρα που
άλλοι πηγαίνουν για κυνήγι, αλλά το
σουβλατζίδικο της γειτονιάς του παραμένει
εκεί, απέναντι από τη στάση, τα τελευταία
εικοσιπέντε, τουλάχιστον, χρόνια.
Είπαμε.
Κάποια πράγματα παραμένουν στάσιμα. Ένα
δάκρυ κύλησε.
Σίγουρα
υπάρχει κάτι το τραγελαφικό στο να
βλέπεις έναν σαραντάρη να είναι ντυμένος
με μπλούζα Barcelona,
σκουφάκι ή στραβό καπέλο και σορτσάκι
εικοσάχρονου, να βγαίνει βόλτα στην
πλατεία ή να πηγαίνει στο super
market.
Υπάρχουν
πολλά πράγματα που προσβάλλουν την
αισθητική. Ένα από αυτά, ίσως και το
σημαντικότερο να είναι η ύπαρξη (ή μη)
προσωπικότητας. Εξίσου σημαντικά είναι
το προσωπικό γούστο, όπως και η
αυτοπεποίθηση ή μη που καθορίζει -ατυχώς-
πολλές φορές την εξωτερική μας εμφάνιση.
Θα πρέπει να υπάρχει αυτοπεποίθηση,
αρκεί να μην προκαλεί την κοινή λογική
με άσχημο τρόπο.
Κάτι
ασήμαντο (για τον περισσότερο κόσμο),
όπως το σουβλατζίδικο της γειτονιάς,
μπορεί να λειτουργήσει σαν μία σταθερά,
πάνω στην οποία μπορείς να ακουμπήσεις
για να πιστέψεις κι εσύ ο ίδιος ότι
κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει από
τότε που ήσουν παιδί. Το ίδιο και ένα
μαγαζί με παιχνίδια απέναντι από το
σπίτι σου. Γιατί ο πεζόδρομος ή η αλάνα
που έπαιζες μπάλα σίγουρα έχει αλλάξει,
καθώς τώρα κάνεις παρκουρ να περάσεις
πάνω, δίπλα ή κάτω από τα παρκαρισμένα
αυτοκίνητα. Τουλάχιστον, γυμνάζεσαι.
Έχει και τα καλά του η ανάπτυξη, δεν
μπορείς να πεις.
Όσο
κι αν προσπαθείς να συνηθίσεις στην
εικόνα, δεν μπορείς να βλέπεις το
δεκαπέντε ετών κοριτσάκι να ντύνεται
σαν τη Εμμανουέλα στην Αφρική. Δε γίνεται
να βλέπεις τον σοβαροφανή σπυριάρη
εικοσιτριάχρονο να πηγαίνει σε συνέντευξη
για δουλειά σε αποθήκη με το κοστούμι
που του αγόρασε ο μπαμπάς του και χωράει
κι άλλος ένας μέσα και χαρτοφύλακα, στον
οποίο έχει μέσα ένα smartphone
και
δύο tablet,
για
να παίζει φάρμα σε τρία διαφορετικά
accounts,
ταυτόχρονα.
Ούτε επίσης τον παππού με ηλικία κάπου
στα ογδόντα (χωρίς τον Φ.Π.Α.) να βγαίνει
με το ποδήλατο στο δρόμο και να κινδυνεύουν
μέχρι και όσοι είναι πάνω σε μπαλκόνια.
Πρέπει
να υπάρχουν διακριτά όρια. Αλλά
επειδή είμαστε όλοι πια εύθικτοι στο
οτιδήποτε, και την παραμικρή υπόδειξη
τη θεωρούμε περιορισμό της ελευθερίας
μας, στο τι να φοράμε λόγου χάρη, αυτό
έχει ποικίλα αποτελέσματα. Είτε από την
μία να είμαστε όλοι το ίδιο ανεξαρτήτου
ηλικίας σαν να έχουμε βγει από γραμμή
παραγωγής σε εργοστάσιο, είτε από την
άλλη το να μπαίνουμε στο λεωφορείο και
να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν αυτός
που κάθεται απέναντι πρόλαβε να δει
Kabamaru
στα
80's
ή
αν την ημέρα που γεννήθηκε έκανε εγκαίνια
το μετρό.
Ποτέ
μια μέση λύση, ποτέ κάτι λογικό, πάντα
στα άκρα. Η ανασφάλεια πάντα σε έκανε
να ανεβάζεις πυρετό, όταν στην παρέα
έφτανε η συζήτηση στο θέμα της ηλικίας.
Φυσικά και σε έκανε, μιας και την ώρα
που οι φίλοι σου έπαιζαν Pro
στο
Playstation
4,
εσύ νοσταλγούσες τη χθεσινή βραδιά που
έπαιζες Super
Mario
Land
2
στο Game
Boy,
που
έχεις από το 1996. Κάπου εκεί συνειδητοποιείς
πως οι υπόλοιποι στο δωμάτιο δεν είχαν
γεννηθεί ακόμα τότε. Και ιδρώνεις. Κι
αλλάζεις θέμα.
Αυτό
που δεν έχεις συνειδητοποιήσει όμως,
είναι πως η κάθε ηλικία έχει την ομορφιά
της. Η παιδική αθωότητα μέχρι να πας
γυμνάσιο, ο χαβαλές και οι πλάκες στο
λύκειο, τα μεθύσια (με χρονικά κενά πάντα
στα οποία ξυπνάς σε άλλη περιοχή) στα
εικοσιπέντε σου, ή η ζεστασιά της
οικογένειας και η θαλπωρή τώρα που είσαι
στα τριανταπέντε. Με το να προσπαθείς
να αλλάξεις την ηλικία σου, φορώντας τα
Allstar-ακια που φορούσες το 1998, δε σε βοηθά
σε κάτι όταν περνάς αμέριμνος το δρόμο,
πέρα από το γελούν μαζί σου και τα
φανάρια.
Έχεις
τις σκέψεις αυτές και φτάνεις έξω από
το σουβλατζίδικο.
Μαύρες
σκέψεις περνούν, μόλις αντικρύζεις την
εικόνα στο μαγαζί.
Τελικά
όλα αλλάζουν κάποτε.
Έχει
τελειώσει ο γύρος...