Έχεις
νιώσει ποτέ πως ό,τι κι αν συμβεί, όσος καιρός και αν περάσει θα είσαι μαζί
ξανά με τον ίδιο άνθρωπο; Να το πιστεύεις τόσο πολύ που να ταράζεται το σώμα
σου και μόνο στη σκέψη;
Να
έχεις έρθει σε σημείο να τρομάζεις με την έντονη διαίσθηση που σε πλημμυρίζει;
Οι
φίλοι σου λένε πως έχεις αρχίσει να τρελαίνεσαι, επειδή προσπαθείς με κάποιο να
τους εξηγήσεις πώς αισθάνεσαι, αλλά ουσιαστικά δεν μπορείς. Τα μεγάλα
συναισθήματα άλλωστε δεν μπορούν να στριμωχτούν σε λέξεις. Αποτελούν ένα κώδικα
που τον αντιλαμβάνονται μόνο δυο και μιλούν μόνο με την αφή, τις βαριές ανάσες
και τα τυχαία αγγίγματα.
Δε σε
νοιάζει η σαρκική επαφή. Ζητάς μόνο εκείνη τη γνώριμη αγκαλιά ν᾽ ανοίξει κι έπειτα
να χαθείς μέσα της δίχως δεύτερη σκέψη. Να μείνεις θέλεις, μέχρι το σώμα να
ξεκινήσει να παραπονιέται.
Δύο
άνθρωποι που στο παρελθόν δέθηκαν μ᾽ έναν ανεξήγητο, παράξενο και ταυτόχρονα
όμορφο τρόπο, δεν μπορούν να ξεχάσουν από τη μια στιγμή στην άλλη ο ένας τον
άλλον. Κι ας έχουν καιρό να ιδωθούν. Κι ας θυμούνται, πλέον, ανεπαίσθητα τη
φωνή και την όψη.
Βλέπεις
πως κάτι έκανε τον κύκλο του κι εσύ επιμένεις πως στα συντρίμμια του θα δημιουργηθεί
ένας άλλος, νέος κύκλος. Όχι, μ᾽ έναν
καινούριο άνθρωπο που θα ξεπροβάλλει απ᾽ το πουθενά, αλλά μ᾽ εκείνον τον έναν
που μπήκε στη ζωή σου με το «έτσι θέλω» και ό,τι κι αν έκανες, δεν κατάφερες να
τον πετάξεις έξω από αυτήν.
Δεν
είναι η περίεργη ομορφιά της συνήθειας που σε κάθε βήμα σε τραβάει πίσω. Είναι
μια δύναμη που σε κατακλύζει και βρίσκεται πάνω από σένα.
Κανένας
εγωισμός δεν μπαίνει στη μέση. Το μόνο που σε κρατά ακούνητο είναι ο φόβος, που
κόβει ενοχλητικές βόλτες και δεν σ᾽ αφήνει να σταθείς στα πόδια σου και να
πάρεις μια απόφαση.
Για
πολύ καιρό λειτουργούσα έχοντας ως γνώμονα την ανασφάλεια. Φοβόμουν να μη φάω
τα μούτρα μου και δεν τολμούσα. Κατάλαβα, όμως, πως δεν κέρδισα τίποτα κι
αποφάσισα να μη χάσω άλλο χρόνο.
Θα
παρατήσω ό,τι κι αν κάνω και θα έρθω να σε βρω. Στο είχα πει κάποτε, πως δε θα
σε εγκαταλείψω τόσο εύκολα κι εσύ το προσπέρασες. «Λόγια του αέρα» ψέλλισες και
τράβηξες το βλέμμα.
Δεν σ᾽
αφήνω. Θα έρθω μέχρι τη πόρτα σου, θα περάσω το κατώφλι με το «έτσι γουστάρω»
και θα παραδεχτώ πως ούτε μια μέρα δεν κατάφερες να μην περάσεις απ᾽ το μυαλό
μου.
Θα
σου πω για τις μοναχικές μου μέρες που περνούσαν αργά και βασανιστικά. Για τα
αξημέρωτα βράδια που έπλαθα ιστορίες για το πώς θα βρω το κουράγιο να έρθω να
σε βρω.