Κυριακή βράδυ. Λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα και γυρνάμε έξω τη μια κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, την άλλη αγκαλιά ή πηγαίνοντας εσύ μπροστά. Με αφήνεις να απολαμβάνω τη σκιά σου που διαγράφεται στον δρόμο απʾ τα βραδινά φώτα.
Κάποιες φορές γυρνάς, με κοιτάς
με τα λαμπερά σου μάτια και μου λες «σ’ αγαπώ» χωρίς να βγάζεις ίχνος ήχου.
Ξέρεις; Δεν απολαμβάνω τίποτα
περισσότερο από το να βλέπω τα λεπτά να με προσπερνούν και να είμαι δίπλα σου.
Ο χρόνος είναι ύπουλος, μωρό μου.
Με κάνει να πιστεύω πως σε
κλέβει, όχι επειδή δεν είσαι κοντά μου όταν θέλω, αλλά επειδή μου
στερεί την ικανοποίηση να σε έχω όσο θέλω.
Πρόσεξε, μην υποτιμάς όμως αυτό
το «όταν σε θέλω» γιατί δεν έχει όρια. Είναι δύο λέξεις που περιγράφουν το
απέραντο του χρόνου, την έννοια των ασταμάτητων δεικτών του ρολογιού και αυτό
που φωνάζουν σε κάθε τους «τικ».
Ατελείωτος μακριά σου κι
ελάχιστος κοντά σου, αυτό είναι ο χρόνος για εμένα. Κι όταν έρχεται η στιγμή να
απομακρυνθείς πάλι, είναι η στιγμή που οποιαδήποτε αίσθηση σβήνει.
Μείνε πέντε λεπτά ακόμα, όχι
περισσότερο, μήπως και συνηθίσω και γίνει ακόμα πιο επώδυνη η αναπόφευκτη φυγή
σου. Ούτε δευτερόλεπτο λιγότερο γιατί δε
θα είναι αρκετό.
Ξέρω, η κυνικότητα που σε
χαρακτηρίζει για κάθε χιλιοειπωμένη ρομαντική λέξη θα σε κάνει να
μου απαντήσεις, «ποτέ δεν θα είναι αρκετό, θα έχουμε και άλλες ευκαιρίες».
Δε θέλω, όμως, άλλες ευκαιρίες.
Το να σε έχω κοντά μου δεν είναι ευκαιρία, είναι τρόπος ζωής.
Αυτό θέλω να έχουμε˙ έναν τρόπο ζωής που να σε περιλαμβάνει μέσα του.
Πέντε λεπτά καιρό δώσε μας, για
να σε κρατήσω λίγο ακόμα επάνω στο στήθος μου και ας νευριάζεις επειδή κολλάνε
τα κορμιά μας απʾ τον ιδρώτα.
Χάρισε μου, πέντε λεπτά
ακόμα, να κάνουμε βουβές διαδρομές γύρω απʾ την είσοδο του σπιτιού σου κι ας
ξέρω πως το πρωί θα ξυπνήσω πάλι τελευταία στιγμή.
Αφαίρεσε μου πέντε λεπτά
μόνο απʾ την παγερή σου σιωπή όταν θυμώνεις. Όταν κλείνεις την πόρτα πίσω σου
δυνατά και χάνεσαι από προσώπου γης, κάθε φορά που τσακωνόμαστε.
Πέντε λεπτά αρκούν για να
προσδιορίσουν τη σχετικότητα του χρόνου αλλά και την αυταπόδεικτη λαχτάρα
μου να σε χαζεύω επί ώρες δίπλα μου χωρίς να σου μιλάω.
Μην γκρινιάζεις. Δεν είναι
παράπονο. Η ανάγκη φταίει που μιλάω σαν ερωτευμένο δεκαπεντάχρονο.
Διψάω για ατελείωτα πεντάλεπτα
που θα γεμίζουν το μυαλό μου με την εικόνα σου σʾ ένα ατελείωτο φωτογραφικό
άλμπουμ, που θα το ξεφυλλίζω τις μονόχρωμες ημέρες μέχρι να έρθει η ώρα να σε
ξαναδώ.
Και αν μέσα στην καθημερινότητα
σου σου ζητήσω ξαφνικά πέντε λεπτά ακόμα, μην μου τα αρνηθείς με φτηνές
προφάσεις του τύπου «δε μας κάνουν τίποτα πέντε λεπτά».
Να ξέρεις πως θα φταίει ότι τα
χρώματα απʾ το χαμόγελό σου δε μου έφτασαν, το άλμπουμ έφτασε στο τέλος του και
χρειάζομαι απεγνωσμένα λίγες καινούργιες σελίδες σαν ένας χρόνια εθισμένος στην
εικόνα σου.
Αυτή είναι η κατάρα ενός
ερωτευμένου, η αιωνιότητα. Και κρύβεται μέσα σε πέντε λεπτά παράτασης.
Μη μου τα στερήσεις πάλι.