Η εποχή που διανύουμε,
χαρακτηρίζεται από λέξεις που κάποτε δε θα μας περνούσαν απ᾽ το μυαλό για να
περιγράψουμε τη σημερινή κοινωνία. Πόλεμοι, τρέλα, αρρώστιες, πείνα, εξαθλίωση βλέπουμε
να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας.
Καθημερινά τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν μ᾽ εικόνες απ᾽ όλα τα μέρη του κόσμου και μας
καθηλώνουν, κάνοντάς μας θεατές μια ιστορίας που γράφεται τώρα.
Φανατισμός στα γήπεδα, στη
θρησκεία ακόμη και στην πολιτική κι όλα αυτά μέσα από ένα συνονθύλευμα γρήγορων
εικόνων που δεν προλαβαίνουμε να καταγράψουμε, συνεπώς ούτε και να τις
αναλύσουμε.
Σίγουρα όλοι λίγο πολύ
παρακολουθήσαμε ειδήσεις την τελευταία εβδομάδα αλλά σίγουρα δεν καταλάβαμε όλοι
τι έγινε. Είδαμε ένα Παρίσι βομβαρδισμένο σε διάφορα μέρη με εκατοντάδες
νεκρούς.
Είδαμε στις Βρυξέλλες να
επιβάλλεται στρατιωτικός νόμος για την καλύτερη «προστασία» των πολιτών της.
Επίσης είδαμε το Παρίσι, αυτό το «κόσμημα» της Ευρώπης, να στέλνει 25 βόμβες
στην καρδιά της Συρίας ως αντίποινα, αφήνοντας χιλιάδες νεκρούς μέσα στους
οποίους και χιλιάδες παιδιά(σημειωτέον πως κανένα κανάλι δεν το έδειξε). Και
όλα αυτά θυσιασμένα στο βωμό της θρησκείας και του χρήματος.
Φανατισμένες είναι και οι δύο
πλευρές, η κάθε μία με κάτι διαφορετικό. Ωστόσο και τα δύο είναι πολύ ισχυρά.
Το ένα φανατίζει συνειδήσεις και το άλλο φανατίζει τσέπες.
Αρχικά πριν μιλήσουμε για
φανατισμό θα πρέπει να γνωρίζουμε τη προέλευση και τη σημασία της λέξης.
Η λέξη «φανατισμός», λοιπόν,
προέρχεται απ᾽ τη λατινική λέξη «fanum» που σημαίνει ιερό. Φανατισμός είναι η
αποκλειστική και με πάθος προσπάθεια επιβολής των ιδεών ενός ατόμου ή μιας ιδεολογίας.
Ο φανατικός δεν δέχεται αντίθετες
απόψεις κι είναι πρόθυμος να ασκήσει βία, προκειμένου ν᾽ αντιμετωπίσει τους
αντιπάλους του.
Συνώνυμη λέξη μπορεί να θεωρηθεί
κι η μισαλλοδοξία (μίσος για τις απόψεις του άλλου), απλώς ο φανατισμός, κι
ιδιαίτερα ο φανατικός, είναι πιο επικίνδυνα. Ο φανατισμός βρίσκει πρόσφορο
έδαφος στις πολιτικές, εθνικιστικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, αλλά η ρίζα
του βρίσκεται αλλού.
Βρίσκεται στην αμάθεια και στην
άγνοια, κυρίως, στις τριτοκοσμικές χώρες (έτσι όπως έχουμε γίνει βέβαια δεν
ξέρω ποιες είναι ακριβώς). Βρίσκεται στη μη κριτική ικανότητα, στην έλλειψη
δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης αλλά, κυρίως, στην έλλειψη σεβασμού προς το
διαφορετικό.
Φανατισμός υπήρχε από πάντα με
πρωτεργάτη τη θρησκεία. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας σημειωτέου και
του τωρινού (Τζιχάντ= Ιερός πόλεμος) έγιναν στο όνομα ενός αόρατου θεού ή
καλύτερα μιας αόρατης δύναμης, είτε αυτή ονομαζόταν Θεός, είτε Αλλάχ είτε
Βούδας.
Ποιος δε γνωρίζει την εποχή του
Σκοταδισμού, με την Ιερά εξέταση να σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους με το τίτλο του
«παγανιστή» και του «αιρετικού»;
Το κυνήγι των μαγισσών όπου
εκατομμύρια γυναίκες κάηκαν και πνίγηκαν απ᾽ τους καθαγιασμένους παπάδες;
Ποιος δε γνωρίζει για τις
Σταυροφορίες και για τις πόλεις που εξαφανίστηκαν απ᾽ τον χάρτη μετά απ᾽ αυτές;
Ποιος δε γνωρίζει για τους
Βουδιστές της Βιρμανίας , όταν θάφτηκαν ζωντανοί χιλιάδες άνθρωποι για να
ικανοποιηθεί ο Θεός; Και χιλιάδες άλλα γεγονότα που όλοι ξέρουμε άλλα
κανένας δε τολμάει να μιλήσει.
Το ζήτημα δεν είναι γιατί
έγιναν όλα αυτά, αλλά γιατί γίνονται τώρα. Πώς επιτρέπουμε εμείς οι
άνθρωποι, οι υποτιθέμενοι εξευγενισμένοι, οι ηθικοί, οι συμπονετικοί, να
σκοτωνόμαστε για Θεούς και δαίμονες ,την ίδια στιγμή που οι Θεοί και οι
δαίμονές μας έβαλαν το χεράκι τους για να φτάσουμε εδώ.
Γνωρίζαμε από πάντα πως το χρήμα
φέρνει πόλεμο. Εδώ σκοτώνουμε για μια κάμερα και πέντε ευρώ, πόσο μάλλον όταν
διακυβεύονται πολύ μεγαλύτερα ποσά. Αλλά να σκοτωνόμαστε και για κάτι που, ίσως,
δεν υπάρχει; Πού αλλού θα φτάσουμε;
Στην τελική ξεχνάμε πως όλοι
είμαστε ίδιοι, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή θρησκευτικής πεποίθησης. Σαφέστατα
έχουμε την ανάγκη να πιστέψουμε σε κάτι ανώτερο από εμάς. Σε κάτι που τη
δύσκολη ώρα θα μας βοηθήσει. Αλλά έχουμε επαναπαυτεί σε αυτό το ανώτερο και
έχουμε ξεχάσει τον διπλανό μας.
Προσευχόμαστε για τα παιδιά που
πεθαίνουν, για τις χώρες που πεινάνε, για τους ανθρώπους που αρρωσταίνουν, αλλά
δε σηκώνουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι για να βοηθήσουμε εμείς οι ίδιοι. Τα
θυμιατά κι οι λιτανείες δε βοήθησαν ποτέ κανέναν. Κανένας Θεός δε σταμάτησε
τους πολέμους. Κανένας Θεός δεν έδωσε φαΐ και νερό.
Αντίθετα οι ίδιοι οι άνθρωποι
αγωνίστηκαν για τον Α’ Παγκόσμιο. Ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ήταν που έδωσε πολιτικά
δικαιώματα στους μαύρους το 1959 και σταμάτησε τη σφαγή τους και τον
εξευτελισμό τους. Κανένας Αλλάχ, κανένας Βούδας.
Πιστέψτε στους Θεούς που θέλετε
και στα θαύματα που κάνουν, αλλά μην ξεχνάτε πως το μεγαλύτερο θαύμα μπορείτε
να το κάνετε εσείς και κανένας άλλος. Το μεγαλύτερο θαύμα του Θεού, όπως κι αν
ονομάζεται, είναι πως μας έκανε ανθρώπους, με καρδιά μυαλό και συμπόνια.
Βοηθήστε έμπρακτα κι αφήστε τα
τάματα στην άκρη. Μη μένετε μόνο θεατές στην ιστορία που γράφετε εσείς.
Άλλωστε ο κόσμος δε σώζεται με
προσευχές!