Η ανακοίνωση από την οικογένεια είχε γίνει: Πάσχα στο χωριό. Όρεξη καμία. Πήγα όμως. Το ίδιο βράδυ, στην εκκλησία, κάθισα δίπλα στη ξαδέρφη μου και περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η λειτουργία. Αφού χάζεψα την αρχιτεκτονική (φτωχή), τις αγιογραφίες (είχα δει και καλύτερες) και τον κόσμο (κανένα σχόλιο), αποφάσισα να βγω να πάρω λίγο αέρα.
Η
μόνη μου απόλαυση ήταν η θέα απο το
προαύλιο της εκκλησίας προς το γκρεμό
και τη μεγάλη σκοτεινή πεδιάδα. Δεν
φαινόταν όυτε ένα φως για χιλιόμετρα.
Βγήκα έξω λοιπόν, με τα τσιγάρα ανα
χείρας και κατευθύνθηκα με σίγουρο βήμα
στην άκρη της αυλής, εκεί που άρχιζε ο
γκρεμός.
Το
αεράκι φυσούσε απαλά κι ακουγόταν το
ποτάμι απο κάτω, αλλά δεν μπορούσα να
το δω. Ξεκούμπωσα ένα κουμπί από το
πουκάμισό μου κι ευχήθηκα
να πάμε γρήγορα σπίτι να κατέβω από αυτά
τα αισχρά παπούτσια. Άναψα τσιγάρο.
Εντελώς
άξαφνα ένας κεραυνός άστραψε και, σας
μιλάω ειλικρινά, έσκασε στα εκατό μέτρα
μακρυά μου. Παραπάτησα προς τα πίσω και
χτύπησα πάνω σε κάποιον, ο οποίος με
κράτησε. Γύρισα με τα μαλλιά μου να
πέφτουν στο πρόσωπό μου
και προσπάθησα να δω τον σωτήρα του
ταγιέρ μου. Ένας άντρας. Νέος, με κοστούμι
που ταίριαζε σε γραφείο, όχι σε εκκλησία.
Μαλλιά που έφταναν ως τον αυχένα του σε
διάφορα μήκη , ανέμελα. Μάτια μαύρα. Τα
χείλη του ήταν μια γραμμή, αποδοκιμασίας
θα έλεγε κανείς.
Αντανακλαστικά τον αντιπάθησα. Την
σοβαρότητα του, το ύφος του, την κολώνια
του. Μου έβγαλε κάτι πολύ αλαζονικό και
σνομπ. Έφυγα αμέσως από το χέρι του.
«Δεσποινίς!»
«Με
συγχωρείτε», είπα έχοντας ήδη αρχίσει
να φέυγω από κοντά του.
Περιόρισε
την απάντησή του σε ένα νεύμα και κοίταξε
πάλι μπροστά τη στιγμή που ένας κεραυνός
ακόμα έσκιζε τον ουρανό.
Το
βράδυ όπως αναμενόταν έβρεξε καταρρακτωδώς.
Σκέφτηκα να συρθώ στο κρεβάτι της
ξαδέρφης μου με κάποια πρόφαση, αλλά
ήμουν πολύ περήφανη για να το κάνω, οπότε
απλά δεν έκλεισα μάτι.
Ένιωθα σαν να είχα πυρετό. Δεν μπορούσα
να συγκεντρωθώ στο να διαβάσω, έτσι απλά
έκατσα στο κρεβάτι με μάτια κλειστά.
Πόσο σκατά μπορεί να εξελιχθεί ένα
τριήμερο;
Το
πρωί με βρήκε χλωμή και κακόκεφη. Η βροχή
δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν είχα
προετοιμαστεί κατάλληλα. Φόρεσα το
ανοιξιάτικο λουλουδάτο φόρεμα μου που
έφτανε ως το γόνατο και από πάνω ένα
γαλάζιο ζακετάκι και βγήκα να περπατήσω.
Μέσα σε δύο λεπτά τα πάνινα παπούτσια
μου είχαν γίνει μούσκεμα. Πήγα στο
καφενείο των θείων μου
να πιω έναν καφέ, να δω
τους ντόπιους. Είχα να
έρθω δέκα χρόνια εδώ, κανείς δε με
αναγνώριζε πλέον, αλλά όλοι χαίρονταν
να με βλεπουν.
Μέσα
στο καφενείο είχε ζέστη και κόσμο. Σε
μια γωνιά έκαιγε ένα τζάκι και στα
τραπεζάκια οι παππούδες έπαιζαν χαρτιά
ή τάβλι. Τα παράθυρα στο πλάι ήταν σαν
τζάμι κάτω από ποτάμι, δεν μπορούσες να
δεις τίποτα πίσω τους, από το νερό. Και
εκεί, με φόντο γκρίζο και μπλέ στεκόταν
εκείνος. Μάτια κατάμαυρα
και βλέμμα γερακιού. Ήταν πιο όμορφος
από όσο νόμιζα στην αρχή.
Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και ατίθασα
και το ντύσιμό του υποδείκνυε ότι εκείνος
τουλάχιστον είχε
προετοιμαστεί για την κακοκαιρία. Τα
χαρακτηριστικά του ήταν πολύ γλυκά, αν
εξαιρούσες τα μάτια του αλλά η έφρασή
του ήταν τόσο αυστηρή που μου δημιούργησε
πάλι αυτή την αντιπάθεια.
Η
θεία μου, αφού με μάλωσε -και
με τα δίκια της, μου έδωσε ζεστό καφέ
και με διέταξε να κάτσω στο τζάκι. Τον
κατάλαβα πριν τον δω να
κάθεται απέναντι μου. Με κοιτούσε σοβαρά
και κατάματα με τόση ψυχρότητα, που
ένιωσα να κοκκινίζω. Προφανώς ούτε
εκείνος με συμπαθούσε.
«Τι
θέλετε εδώ;»
«Καλημέρα
σας» είπε, φωνή απαλή και βαθιά.
«Με
συγχωρείτε, καλημέρα»
«Σκέφτηκα
να σας κάνω παρέα, μιας και φοβάστε τη
βροχή.»
Τον
κοίταξα εμβρόντητη. Κάτι στο πίσω μέρος
του μυαλό μου προσπαθούσε να αναδυθεί
κι ένιωσα το στομάχι μου να δένεται
κόμπος. Μαύρα μάτια, ξανθά μαλλιά.
Ποιος...
«Υποσχεθήκατε
κάτι, αλλά βλέπω ότι πια δε θυμάστε. Δε
θα σας ενοχλήσω άλλο.»
Ο
τρόπος που μιλούσε με εκνεύριζε κι άλλο.
Σηκώθηκε και έφυγε. Μαύρα μάτια. Τι δε
θυμόμουν;
Η
θεία μου κάθισε απέναντί
μου σοβαρή.
-Τι
έκανες στο παιδί κι έφυγε έτσι; Τα
πηγαίνατε τόσο καλά όταν ήσασταν μικρά!
-Τι
λες και εσύ; Πρώτη φορά τον είδα χθες!
Είχα κακό προαίσθημα.
-Τον
Μιχαήλ παιδί μου, της Φανής τον γιο, θες
να με τρελάνεις;
Την
κοίταζα, μα δεν την έβλεπα. Μαύρα μάτια.
Ένα παιδί, ένα αγόρι. Βόλτες στο ποτάμι,
καλοκαιρινά παιχνίδια. Μασημένα τριφύλλια
και μαδημένες μαργαρίτες. Ήταν τόσο
γελαστός πάντα, τόσο χαρούμενος. Μου
έλεγε για τα ταξίδια του πατέρα του στη
θάλασσα. Όταν έβρεχε ερχόταν σπίτι μας
και μου κρατούσε συντροφιά. Όταν χτυπούσα
με γέμιζε τσιρότα και μου έλεγε ανέκδοτα.
Θυμήθηκα
να στεκόμαστε στην άκρη του γκρεμού,
εκείνος δε γελούσε πια. Ήταν η κηδεία
του πατέρα του.
-Η
μαμά και εγώ θα φύγουμε. Θα πάμε στην
Αμερική.
Ήταν
πρώτη φορά που παρατήρησα πόσο μαύρα
ήταν τα μάτια του.
-Θα
σε περιμένω εδώ, του είπα κλαίγοντας.
-Μην
κλαις μικρούλα...
-ΘΑ
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΕΔΩ ΣΟΥ ΕΙΠΑ!!!
-Θα
με ξεχάσεις.
-ΟΧΙ!
-Υπόσχεσαι;
-Ορκίζομαι
θα σε περιμένω ακριβώς εδώ!
Γέλασε
λιγάκι και έφυγε.
Δεν
κατάλαβα για πότε τα πόδια μου με έβγαλαν
από τη ζέστη και άρχισα να τρέχω στις
λάσπες. Έκλαιγα και δεν ήμουν σίγουρη
γιατί. Πόσα είχα ξεχάσει μαζι με την
παιδικότητά μου, πόσα είχα αφήσει πίσω
γιατί δεν τα καταλάβαινα. Έφτασα στην
εκκλησία και βγήκα στην αυλή. Σταγόνες
βροχής χόρευαν στις πέτρινες πλάκες
και εκείνος στεκόταν στον γκρεμό.
Γύρισε
και με κοίταξε.
«Θυμάμαι»
είπα «Θυμάμαι, συγγνώμη, είμαι εδώ
τώρα, συγγνώμη! Χθες νόμιζες πως ήρθα
για σένα, συγγνώμη...» τα αναφιλητά,
μου έκλεισαν τον λαιμο.
Άνοιξε
τα χέρια του και τον αγκάλιασα δυνατά.
«Μην
κλαις μικρούλα».