Η κρυφή ιστορία της Πέννης Δημοπούλου
Ένα διάστημα κυκλοφορούσε πολύ η μόδα στα μέσα μαζικής δικτύωσης, με φωτογραφίες και καταστάσεις του τύπου «εντάξει εξακολουθώ να είμαι η πριγκίπισσα του μπαμπά μου», και κόρη-πατέρας σχέση ανεκτίμητη και τέτοια.
Τότε
έσφιγγα την γροθιά και έλεγα, εσύ είσαι
πριγκίπισσα του εαυτού σου και αυτό
είναι ανεκτίμητο. Έτσι και αλλιώς το
είχα κάνει τόσες πολλές φορές.
Άραγε
πόσα χρόνια έχει που έφυγες, πάντα τέτοια
εποχή το θυμάμαι, λίγο πριν τα μισητά
μου Χριστούγεννα, και τα μισώ εξαιτίας
σου. Γιατί πάντα είχα τύψεις και έριχνα
σε μένα τις ευθύνες, μήπως δεν ήμουν
καλό παιδί και για αυτό έφυγες.
Πέρα
από την μελοδραματική αποχώρηση σου
(βλέπεις ήταν αφελής και σχεδόν παιδική
η σκέψη πριν φύγεις, να μας αφήσεις δυο
τεράστιες σακούλες καινούρια παιχνίδια),
την επόμενη έστειλες εξώδικο να σου
αδειάσουμε το σπίτι, και έπρεπε η μάνα μας να πάρει την αδερφή μου στην αγκαλιά
και μένα από το χέρι και να φύγουμε. Και
τα παιχνίδια ρε μπαμπά; Όλα αυτά τα
παιχνίδια που θα τα έβαζα;
Πέρασαν
τα χρόνια και μεγαλώσαμε, μεγάλωσε κι
η μαμά και αρρώστησε. Τότε σε χρειάστηκα
πραγματικά, ποτέ πριν. Ούτε για να
πλακώσεις το αγόρι που με κακοκάρδισε,
ούτε για να με παραλάβεις από τον χορό
του σχολείου. Είχα μάθει μόνη μου, και
είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα, δεν ήμουν
η πρώτη ούτε η τελευταία, και τα κατάφερνα
μια χαρά.
Όταν
ζήτησα την βοήθεια σου, μου έκλεισες το
τηλέφωνο και έκλεισε και το τελευταίο
πορτάκι που είχα μέσα μου και πίστευα
σε σένα. Αρνήθηκες πεισματικά, δεν ξέρω
γιατί, αλλά αυτό το πείσμα το πήρα από
σένα, και πείσμωσα κι εγώ και είπα ότι
δε θα σε πάρω ποτέ ξανά, κι ότι ποτέ
δε θα βρεθώ να έχω ανάγκη την βοήθεια
σου. Εν τέλει τα κατάφερα, πέρασα από
σαράντα κύματα σε νοσοκομεία και αναμονές, αλλά βγήκαμε νικήτριες.
Πέρασε
ο καιρός και δε σε αναζήτησα, κι ας
ήξερα ότι μένουμε στην ίδια πόλη. Δεν
ήθελα να μάθω την αλήθεια, κι ας το
παίζω σκληραγωγημένη, σε αυτό ήμουν
φυγόπονη.
Αν
μάθαινα ότι πραγματικά δεν μας αγαπούσες
και ότι ήθελες απλά να κάνεις την ζωή
σου χωρίς παιδιά και υποχρεώσεις, αυτό
θα με τσάκιζε.
Γιατί
ακόμα και τώρα, με παιδική αφέλεια κι
εγώ, θέλω να πιστεύω ότι έχεις πάθει
αμνησία, ή ότι τον πραγματικό μου μπαμπά
τον πήρανε οι εξωγήινοι. Θα πιστεύω ότι
θα έρθεις και θα σου πω «μπαμπά ποτέ
δεν είναι αργά και ας μεγάλωσα, ακόμα
προλαβαίνουμε».
Έλα
ρε μπαμπά ένα πρωί να μου φωνάξεις ότι
πρέπει να συντομεύω με το πτυχίο, έλα
να μου κάνεις μάθημα οδήγησης, γιατί με
το τιμόνι δεν το ‘χω καθόλου. Έλα γιατί
περνούν τα χρόνια και θα το μετανιώσεις,
οι φωτογραφίες όσο πάει ξεθωριάζουν
όλο και πιο πολύ.