Μου είναι πλέον πολύ δύσκολο να θυμηθώ τον ακριβή χρόνο και λόγο που εγκαταλείψαμε το σπίτι μας, κρατώντας δύο μισογεμάτες βαλίτσες, σαν κυνηγημένοι στην ίδια μας την πόλη. Ο αδελφός μου, έλεγε ότι ήταν η στιγμή που είχε γυρίσει απ᾽ τη δουλειά η μητέρα μας και μας ανακοίνωσε πως το σχολείο κλείνει γιατί θα εισβάλλουν οι αντάρτες και θα το χρησιμοποιήσουν σαν καταφύγιο για τον πόλεμο.
Ο πατέρας μου, επιμένει πως ήταν η στιγμή που έμαθε ότι πλέον δεν του δίνουν τα φάρμακα που χρειάζεται για την θεραπεία του και πρέπει να τα βρει μόνος του από το εξωτερικό. Έναν εξηπεντάρη, με προχωρημένο Αλτσχάιμερ και πρόβλημα στ᾽ αρθριτικά.
Η μικρή μου αδελφή, ζήτησε να φύγουμε κλαίγοντας όταν από τα θραύσματα μίας οβίδας, σκοτώθηκε η καλύτερη της φίλη μπροστά στα μάτια της.
Εγώ, απλά μύρισα τον άερα. Και ήταν σκέτο δηλητήριο. Μύριζε θάνατο.
Και τότε κατάλαβα ότι, όντως, πρέπει να φύγουμε.
Τα συμπράγκαλα μας ελάχιστα, η θλίψη μας μεγάλη, η ανυπομονησία για ένα καλύτερο αύριο, μεγαλύτερη. Αγκομαχώντας περάσαμε τα σύνορα, ο ένας στηρίζοντας τον ώμο του άλλου, πατώντας με μισοδιαλυμένα παπούτσια πάνω σε αφιλόξενα χώματα. Η ατμόσφαιρα πάντα το ίδιο βαριά, το ίδιο αποπνικτική.
Φτάνοντας στα παράλια, αντικρύσαμε τον μεγαλύτερο μας φόβο. Να διασχίσουμε τη θάλασσα για τη χώρα που θα μας δεχόταν, με την ελπίδα να προχωρήσουμε παραπέρα. Κοίταξα τελευταία φορά πίσω απ᾽ τον ώμο μου και αντίκρυσα τα βουνά που κάποτε θυμόμουν τον εαυτό μου να κυκλοφορεί ελεύθερος, με το μυαλό πάνω απ᾽ το κεφάλι μου, να τρέχω, να παίζω, να ερωτεύομαι. Τώρα μόνο σύννεφα, βόμβες, θόρυβος και θάνατος.
Ο διακινητής, μας ζήτησε ένα εξωπραγματικό ποσό γιατί είμασταν τετραμελής οικογένεια και γιατί επιμέναμε να μπούμε στην ίδια βάρκα. Ούτε κατά διάνοια δεν είχαμε τα χρήματα αυτά. Εγώ, ετοιμαζόμουν να πιαστώ στα χέρια μαζί του, όταν ο πατέρας μου μου έπιασε ήρεμα το χέρι και με τράβηξε πίσω. Έδωσε στον διακινητή το χρυσό ρολόι της γιαγιάς μου, το μοναδικό κειμήλειο που είχε μείνει στην οικογένεια και δέχθηκε να μας μεταφέρει μόνο αν ένας από εμάς πήγαινε σε άλλη βάρκα. Δέχθηκα εγώ, σαν ο μεγαλύτερος γιος, και τους παρακάλεσα να προσέχουν.
«Θα τα πούμε στην αντίπερα όχθη», τους ψιθύρισα και χωριστήκαμε.
Ξύπνησα όταν ο ήλιος μου ζέστανε το πρόσωπο κι ευχαρίστησα τον Θεό που αποφύγαμε τα χειρότερα. Φτάνοντας στην στεριά, έψαξα τους δικούς μου. Είδα το πρόσωπο του πατέρα μου χαμένο να κοιτάει το πέλαγος και κατάλαβα ότι η ασθένεια του χειροτέρευε κι έπρεπε να βρούμε φάρμακα επειγόντως. Η μητέρα μου, έκλαιγε με αναφιλητά κι ο αδελφός μου είχε σκύψει το κεφάλι. Δεν έβλεπα πουθενά την αδελφή μου.
Σήκωσα τον αδελφό μου αγκαλιά και κράτησα τη μητέρα μου για να προχωρήσουμε. Δε θυμάμαι πόσα δάκρυα έχυσα για την αδικοχαμένη ψυχούλα της, αλλά δεν το έκανα μπροστά τους. Αν κατέρρεα κι εγώ, θα ήμασταν όλοι χαμένοι.
Οι ντόπιοι μας αντιμετώπισαν με ανάμικτα συναισθήματα. Κάποιοι μας κοίταξαν με απέχθεια και περιφροσύνη, γιατί καταπατούσαμε την πατρίδα τους. Κάποιοι προσπάθησαν να μας διώξουν, γιατί τους χαλούσαμε την εικόνα του νησιού. Υπήρχαν όμως και λίγοι που μας δέχθηκαν εγκάρδια και μας προσέφεραν κάθε βοήθεια.
«Γιατί δε γυρνάτε στην χώρα σας; Κι εμείς εδώ χειρότερα είμαστε», άκουσα κάποιους ντόπιους να μας λένε.
«Δε θέλουμε να έρθουμε στη χώρα σας. Ούτε να την καταπατήσουμε. Τερματίστε τον πόλεμο και θα γυρίσουμε πίσω. Την πατρίδα μας θέλουμε, αλλά μας την πήραν», τους απαντούσα και με κοιτούσαν αποσβολωμένοι.
Τα ρούχα μας είχαν αρχίσει να κουρελιάζονται, τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει, τα μάτια μας είχαν κοκκινήσει. Ο πατέρας μου, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο και μας είπαν ότι αν ταξιδέψει θα γίνει χειρότερα. Η μητέρα μου δεν ήθελε να τον αφήσει κι έτσι έδωσε ό,τι λεφτά είχαμε σ᾽ εμένα και τον αδελφό μου για να συνεχίσουμε μόνοι μας. Δεν μπορούσα να το δεχθώ, σχεδόν την ταρακουνούσα όταν της έλεγα ότι δε γίνεται να χωριστούμε σαν την προηγούμενη φορά, δε θα ξαναχάσω κι άλλο μέλος της οικογένειας.
«Θα γυρίσετε να μας πάρετε αγόρι μου. Πήγαινε σε παρακαλώ. Αξίζεις κι εσύ και ο αδελφός σου ένα καλύτερο μέλλον. Για εσάς γίνονται όλα».
Τη θυμάμαι να κρατάει τα δάκρυα της οριακά καθώς αποχωριζόταν όλα της τα παιδιά. Άλλη μία πρόκληση, άλλος ένας Γολγοθάς, άλλο ένα βήμα πιο κοντά στο τέρμα.
Κρατώντας τον αδελφό μου απ᾽ τον ώμο, περνούσαμε σύνορα και σύνορα προσπαθώντας να δούμε πότε θα μας καλωσορίσει ο ορίζοντας και θα βάλουμε ένα τέλος σ᾽ αυτό το ταξίδι. Δε θυμάμαι πότε έχασα τα παπούτσια μου, ή πότε έκανα τελευταία φορά μπάνιο. Πάντως, δεν έπρεπε να σταματήσω πουθενά. Πέσαμε σε έναν φράχτη και κάποιοι στρατιώτες μας είπαν ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο.
Είδα γυναίκες να περνούν κρυφά τα παιδιά τους απ᾽ τα κάγκελα και να τα στέλνουν να τρέξουν μακριά μόνα τους. Είδα άνδρες να γίνονται ανθρώπινη ασπίδα για να προστατεύσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ώστε να έχουν μία ευκαιρία να συνεχίσουν.
Ένιωθα ν᾽ απελπίζομαι τις στιγμές που καταλάβαινα πως μπορεί και να μην φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας. Πως μπορεί η θυσία της μητέρας μου να μείνει πίσω, να πάει χαμένη και να μη δικαιωθεί ποτέ η ψυχή της αδικοχαμένης μου αδελφής. Δεν ξέρω αν ήταν η κούραση, η απελπισία ή ο τρόμος που θόλωσαν το μυαλό μου.
Είδα μπροστά μου μία λεωφόρο που οδηγούσε σε μία πόλη.
Είδα
να ξημερώνει μία υπέροχη μέρα και κόσμο
να μας υποδέχεται με τρόφιμα, ρούχα και
χαμόγελα. Είδα μία στέγη πάνω απ᾽
το κεφάλι μας, ένα κρεβάτι να κοιμόμαστε
το βράδυ, ένα γραφείο για να μελετάμε
τα βιβλία μας.
Είδα συναντήσεις γύρω απ᾽ το τζάκι εξιστορώντας τις περιπέτειες μας, μεσημεριανά γεύματα με γέλια και χαμόγελα και βόλτες σε πάρκα κάτω από έναν ζεστό ήλιο.
Ήξερα ότι όλα αυτά δεν έχουν συμβεί ακόμα. Ίσως και να μην συμβούν ποτέ.
Είδα συναντήσεις γύρω απ᾽ το τζάκι εξιστορώντας τις περιπέτειες μας, μεσημεριανά γεύματα με γέλια και χαμόγελα και βόλτες σε πάρκα κάτω από έναν ζεστό ήλιο.
Ήξερα ότι όλα αυτά δεν έχουν συμβεί ακόμα. Ίσως και να μην συμβούν ποτέ.
Αλλά
αν δεν μπορέσω να τα ζήσω εγώ αυτά, τότε
σίγουρα κάποιος από εμάς το αξίζει.
Σήκωσα τον αδελφό μου αγκαλιά και
τρέχοντας περάσαμε τον φράχτη. Θα κάνω
τα πάντα για να φτάσει στον προορισμό
του, είτε μαζί μου, είτε μόνος του. Γιατί
ένα ταξίδι πρέπει να έχει και το τέλος
του. Και δε θα επιτρέψω αυτό το τέλος να
είναι στο κενό.
Για μία πατρίδα που χάσαμε και μία πατρίδα που προσπαθούμε να ξαναβρούμε. Όχι για να την καταπατήσουμε. Ούτε για να την κάνουμε δικιά μας.
Αλλά για να ζήσουμε όπως κάθε άλλος φυσιολογικός άνθρωπος.
Για μία πατρίδα που χάσαμε και μία πατρίδα που προσπαθούμε να ξαναβρούμε. Όχι για να την καταπατήσουμε. Ούτε για να την κάνουμε δικιά μας.
Αλλά για να ζήσουμε όπως κάθε άλλος φυσιολογικός άνθρωπος.