Κάθε μέρα που γυρνάω απʾ τη
δουλειά τσεκάρω αν πέρασες να πάρεις τα πράγματά σου. Είναι πάντα εκεί. «Έχω αφήσει κάτι υπόλοιπα» είπες. Ήμουν σίγουρη ότι θα πέρναγες όταν θα
έλειπα. Και όμως έπεσα έξω για άλλη μια φορά.
Κάτι βαριά μπουφάν και το
αγαπημένο σου φούτερ μου γελάνε ειρωνικά όποτε ανοίγω την ντουλάπα. Είναι που
δεν έχουν πιάσει ακόμα τα κρύα για να τα χρειαστείς. Πάντα τελευταία στιγμή
κάλυπτες τις ανάγκες σου.
Αυθορμητισμό ονόμαζα αυτήν σου
την ανωριμότητα και ήμουν πάντα εκεί να σε ικανοποιώ. Ξαφνικά πεινούσες και φώναζες σαν να μην
περίμενες ποτέ να σου συμβεί κάτι τέτοιο.
Κάπως έτσι ξαφνικά θα κατάλαβες
πως δεν μ’ αγαπάς πια. Μπορεί κάποιο άλλο πρόσωπο να στο θύμισε. Ίσως και να
ξαφνιάστηκες για λίγο αλλά μετά έκανες ό,τι σε πρόσταζε το ένστικτό σου. Έτσι
απλά.
Λογικό είναι να μη βρήκες καθόλου
χρόνο όλον αυτόν τον μήνα για να περάσεις από εδώ.
«Από τώρα;» ήταν η αγαπημένη σου
φράση σε ό,τι σου ζήταγα να κανονίσουμε. Έτσι δεν βρίσκαμε ποτέ αεροπορικά εισιτήρια,
τραπέζι σε δημοφιλή μαγαζιά ή θέσεις στο θέατρο.
Ποτέ δεν έκλεινες πόρτες πίσω
σου. Από παντού έμπαζε… Δεν είμαι σίγουρη πως και οι προηγούμενες σχέσεις σου
δε σε περίμεναν να γυρίσεις κάθε φορά που έφευγες και δεν έφευγες. Δεν ξέρω
ακόμα τι πράγματα δεν πήγες ποτέ να πάρεις και από εκεί.
«Δώσε ένα τέλος να αρμόζει»
σιγοτραγουδάω τις τελευταίες μέρες. Όμως οι προσευχές μου δεν εισακούονται και
λέω να το κάνω εγώ. Ξέρεις
εμένα μου αρέσει να τα κάνω όλα λίγο πιο τραγικά. Όμως τις κλείνω τις πόρτες,
γιατί άρχισε να χαλάει ο καιρός και δεν αντέχω καθόλου το κρύο. Έτσι έβαλα τα πράγματά σου σε μια
σακούλα δίπλα στην πόρτα. Τους έδωσα την ευκαιρία να ζήσουν δυο μέρες ακόμα.
Την επόμενη μέρα, όμως, δεν
μπορούσα να τα βλέπω άλλο. Άκουγα τις φωνές τους: «Είσαι δειλή. Κωλώνεις. Είσαι σαν
και εκείνον. Ακόμα ελπίζεις». Δεν
άντεχα να με κοροϊδεύουν άλλο.
Έτσι, σκέφτηκα να τα κατεβάσω στα
σκουπίδια. Δεν μου άρεσε, όμως, αυτό το σενάριο. Μετά σκεφτόμουν να ανέβω στην
ταράτσα να τους βάλω φωτιά και να χορεύω ζεϊμπέκικο σαν τον
Κούρκουλο. Ήταν όμως too much.
Ώσπου, απόψε, μου τέλειωσε ο
αναπτήρας. Πήγα στο κουτάκι
που φυλάω τους διαφημιστικούς αναπτήρες και δεν ήταν κανένας εκεί. Θυμήθηκα τα σπίρτα δίπλα στο
τζάκι. Άνοιξα το κουτάκι και είχε μείνει μόνο ένα. Και αυτά τα είχες τελειώσει.
Τίποτα δεν άφησες. Τα πήρες όλα και δε σκέφτηκες καν πως ήταν δικά μου και
μπορεί να τα χρειαζόμουν.
Έτσι αυθόρμητα και ʾγω βαλα τα
πράγματά σου μέσα στο τζάκι. Πέταξα το αναμμένο σπίρτο επάνω τους. Λαμπάδιασαν
αμέσως.
«Ίχνος δεν
θα μείνει από σένανε», τραγουδούσα.
Η φλόγα τους ζέστανε τον χώρο.
Ένιωσα πως μαζί με αυτά θα καίγονταν και όλα τα συναισθήματά μου για σένα. Αυτά
που είχες ξεχάσει να πάρεις μαζί σου φεύγοντας. Ζεστάθηκα και έβγαλα τα ρούχα
μου. Με έβγαλα μια φωτογραφία να θυμάμαι τη στιγμή.
Έκανα το τσιγάρο μου παρατηρώντας
τη φωτιά. Όταν τέλειωσε, πέταξα μέσα και το πακέτο. Θα βάλω τέλος σʾ όλες τις
κακές συνήθειες, το αποφάσισα.
Και σε περίπτωση που ακόμα
αναρωτιέσαι… αυτό είναι ένα τέλος που αρμόζει!