Ξαφνικά πιάνει το μάτι μου ένα τοπίο στην απέναντι παραλία με πορτοκαλί φωτισμό, ν᾽ αντανακλάται στο μαύρο φόντο της θάλασσας. Κάποιες κλειστές ομπρέλες δήλωναν πως το καλοκαίρι ήταν ακόμα εδώ και πως πριν λίγες ώρες σ᾽ αυτή την αμμουδιά γινόταν το «έλα να δεις».
Χωρίς να χάσω χρόνο ρυθμίζω το
κινητό μου τηλέφωνο στο mode για νυχτερινή φωτογραφία, επιλέγω έναν
ταιριαστό φωτισμό για να την κάνει λίγο πιο ρετρό και σηκώνομαι απ᾽ την θέση
μου για να προσεγγίσω την κατάλληλη θέση στο πεζούλι που με χώριζε από την
αμμουδιά. Δεν ήθελα να παρεμβάλλεται τίποτα άλλο ανάμεσα στη φωτογραφία μου και
το τοπίο.
Με τον δείχτη του δεξιού μου χεριού
εστιάζω πάνω στο φως και το πρώτο «κλικ» μ᾽ επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Στη δεύτερη προσπάθεια λήψης η
εστίαση της φωτογραφίας χαλάει από ένα παιδί που περνάει τρέχοντας μεταξύ του
φακού και της απέναντι παραλίας.
Παίρνω το βλέμμα μου απ᾽ την
οθόνη και γυρνάω το κεφάλι μου ακολουθώντας την πορεία του αγοριού.
Την ώρα που η μορφή του ξεπερνά
τα όρια του κινητού σταματά κι αλλάζει κατεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνω
πως κάτι δεν πάει καλά. Το παιδί είναι αλαφιασμένο και λίγο πριν το τρέξιμό του
αλλάξει ξανά κατεύθυνση τα αυτιά μου πιάνουν τη λέξη «μαμά».
Η φωνή του τρεμάμενη, κλαίει με
λυγμούς και σχεδόν με τα γόνατα διασχίζει την ίδια απόσταση και προς τις δυο
κατευθύνσεις.
Κατεβαίνω απ᾽ το πεζούλι και
βαδίζω με γρήγορα βήματα προς το μέρος του, ενώ ταυτόχρονα του λέω με ήρεμη
φωνή: «Έλα εδώ, βρε! Έλα εδώ να μου πεις τι έχεις».
Η πανικόβλητη πορεία του
διακόπτεται, γυρνάει το βλέμμα του προς εμένα, γονατίζει και αποκρίνεται: «Ήμουν...
ήμουν με τους φίλους μου και έπαιζα και.. και με ... με άφησαν και ... έχασα ..
και ... δεν μπορώ να βρω τη μαμά μου».
«Έλα εδώ», του λέω. Τον πήρα απ᾽
το χέρι και τον ανέβασα στο πλακόστρωτο, ενώ οι λυγμοί συνέχιζαν να καλύπτουν
τον λόγο του.
«Έλα να πιεις λίγο νερό και μη
φοβάσαι. Θα τη βρούμε τη μαμά. Δε θέλω να φοβάσαι. Πιες λίγο νερό και θα
ψάξουμε μαζί να τη βρούμε» .
Πράγματι μετά από λίγες γουλιές
νερό κι ενώ κρατούσε σφιχτά το χέρι μου καθ’ όλη τη διάρκεια, η αναπνοή του χαλάρωσε,
τα δάκρυα μειώθηκαν κι η φωνή του έγινε λίγο πιο σταθερή.
Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι κι
έσκυψα στο ύψος του για να βλέπω τα γλυκύτατα μάτια του προκειμένου να με
νιώθει πιο κοντά του.
«Τώρα», του είπα, «θέλω να κοιτάξεις
προσεχτικά και να μου πεις προς ποια κατεύθυνση βλέπεις κάτι γνωστό. Βλέπεις
κάτι που να σου θυμίζει το μαγαζί που καθόσασταν με την μαμά;»
Κάνει να κινήσει προς τα δεξιά,
αλλά κάτι τον κάνει ν᾽ αλλάξει πορεία.
Το μαγαζί που καθόμασταν είχε ένα
κηπάκο μακρόστενο που απ᾽ τη μια μεριά κατέληγε στο πλακόστρωτο της παραλίας,
ενώ απ᾽ την άλλη μεριά ένας καλλίφωνος τυπάκος έπαιζε μουσική, διασκεδάζοντας
όλους αυτούς που είχαν κατακλύσει τα τραπεζάκια που κάλυπταν τον διάδρομο κι
απολάμβαναν το ποτό τους.
Ο μικρός, λοιπόν, μου τράβηξε το
χέρι και μου έδειξε τον δρόμο, προσπαθώντας να με κάνει να νιώσω το ίδιο μικρός
και ευέλικτος σαν και εκείνον, διασχίζοντας την απόσταση μέχρι την άλλη άκρη
του κήπου σαν τις χωριατόγατες που ελίσσονται ανάμεσα στα τραπεζάκια των
ταβερνών.
Σχεδόν στην άλλη άκρη, βρισκόταν
μια μεγάλη σχετικά παρέα από μεγάλους που κάθονταν ανέμελοι και συζητούσαν,
απολαμβάνοντας τη βραδιά.
Ο μικρός συνέχιζε τα δειλά αλλά
ευέλικτα βήματα, μέχρι την στιγμή που τα γαλάζια μάτια του συνάντησαν τη μορφή
της μητέρας του.
Άφησε το χέρι μου και με όση φόρα
μπορούσε να πάρει διέσχισε γλάστρες, τραπεζάκια, κόσμο κι έπεσε στην αγκαλιά
της. Η μητέρα δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Με διέκρινε δίπλα στο τραπέζι
της και παραξενεύτηκε καθώς αντιλήφθηκε πως είχα κάποια σχέση με τον μικρό.
Την ώρα ακριβώς που με κοίταξε, ο
μικρός άγγιξε την αγκαλιά της κι άρχισε να κλαίει μ᾽ αναφιλητά. Γεμάτη απορία
με ρώτησε τι είχε συμβεί.
«Ο μικρός είχε χαθεί. Κράτησέ τον στην αγκαλιά σου να
ηρεμήσει και μην του πεις τίποτα για λίγο», της απάντησα.
Ηλεκτρικό ρεύμα τη διαπέρασε.
Γούρλωσε τα μάτια της και με ρώτησε πως έγινε αυτό. Της διηγήθηκα
όλη την ιστορία απ᾽ την αρχή.
Αφού βεβαιώθηκα πως ο μικρός ήταν
καλά κι αφού με ευχαρίστησαν ευγενικότατα μητέρα και πατέρας, έφυγα και γύρισα
στο τραπέζι μου, προσπαθώντας να μεταφέρω στα δύο ανήλικα παιδιά που είχαμε
στην παρέα μας την εμπειρία με σκοπό να παραδειγματιστούν.
Η ιστορία μας όμως και το ηθικό
της δίδαγμα δεν τελειώνει εδώ.
Η ώρα περνούσε μέχρι που έφτασε η
στιγμή όλη εκείνη η μεγάλη παρέα να φύγει.
Τους είδα να βγαίνουν απ᾽ το
μαγαζί. Ο μικρός, γαντζωμένος στην αγκαλιά της μητέρας του, ενώ η παρέα έμοιαζε
να συζητάει το συμβάν. Κάποια στιγμή και ενώ αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλον, η
μητέρα άφησε το αγοράκι στο πλακόστρωτο και τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω μου.
Άρχισε να τρέχει προς το μέρος
μου, ενώ η μητέρα τού φώναζε να γυρίσει πίσω. Ο μικρός, όμως, ήδη είχε πλησιάσει
στο τραπέζι. Με κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια του και μέσα από τ᾽ αναφιλητά
του ψέλλισε: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ πολύ».
Όλη η αγάπη, όλη η αθωότητα, όλη
η ευγνωμοσύνη του κόσμου σε δυο λέξεις: «Ευχαριστώ πολύ». Χωρίς κάποιος να τον
προτρέψει, χωρίς κάποιος να τον φέρει σε μένα.
Του σκούπισα τα μάτια, ανταλλάξαμε
μερικές κουβέντες με τον μικρό Γιαννάκη και με την μητέρα του κι ύστερα απομακρύνθηκαν.
Λίγα λεπτά αργότερα ξαναπέρασαν,
κουβαλώντας μια μικρή τσάντα, πιθανότατα κάτι φαγώσιμο για το σπίτι.
Σηκώθηκα, πλησίασα τη μάνα και
της έδωσα συγχαρητήρια για το παιδί που μεγάλωσε.
Γιατί έτσι είναι. Τα παιδιά δε
γεννιούνται με έτοιμους χαρακτήρες. Μόνο πλάθονται κι οι γονείς είναι
υπεύθυνοι για τη μορφή που αυτά θα πάρουν.